Κανένας εργοδότης δεν μπορεί πλέον να κάνει ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση με όρους χειρότερους της κλαδικής σύμβασης, ενώ οι αποδοχές εργαζόμενων με ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση μικρότερες της κλαδικής αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω, τόνισε ο υφυπουργός Εργασίας Νάσος Ηλιόπουλος μιλώντας Στο Κόκκινο και τον Στάθη Σχινά. Μακροπρόθεσμα θα έχει πολύ σημαντικότερη επίδραση στην αύξηση μισθών από ότι ο κατώτατος, ήταν μία από τις μεγαλύτερες νίκες της κυβέρνησης μέσα σε ένα πολύ συγκρουσιακό πλαίσιο, στην δεύτερη αξιολόγηση, σημείωσε.

Θύμισε ότι «είχαν ανασταλεί επ’ αόριστον το 2012 οι δύο βασικές αρχές τους, η αρχή της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων όταν πληρούνται κάποιοι όροι και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ότι δηλαδή δεν μπορεί μία ατομική ή επιχειρησιακή σύμβαση να αλλάζει προς το χειρότερο τους όρους μίας κλαδικής σύμβασης».

Η κυβέρνηση «κατάφερε στην δεύτερη αξιολόγηση με την λήξη του προγράμματος να επανέλθουν αυτές οι δύο αρχές. Από τη στιγμή λοιπόν που έχει λήξει το πρόγραμμα αυτά τα δύο νομικά εργαλεία είναι ξανά στα χέρια των εργαζόμενων», όπως τόνισε.

«Πλέον, εάν υπογραφεί μία κλαδική σύμβαση και η εργοδοτική οργάνωση είναι όντως η αντιπροσωπευτική του κλάδου (απασχολεί πάνω από 50% των εργαζόμενων), τότε έρχεται αμέσως στο υπουργείο Εργασίας και καθίσταται υποχρεωτική για όλο τον κλάδο», είπε ο κ. Ηλιόπουλος.

Ο κ. Ηλιόπουλος αναφέρθηκε στο χαρακτηριστικό παράδειγμα ξενοδοχειακού ομίλου που έχει υπογράψει επιχειρησιακή σύμβαση με εισαγωγικό μισθό της τάξης των 600 ευρώ, την ώρα που η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδοχοϋπαλλήλων και ο εργοδοτικός φορέας του κλάδου έχουν υπογράψει κλαδική σύμβαση με εισαγωγικό μισθό πάνω από 900 ευρώ.

Θα ακολουθήσει υποχρεωτική προσαρμογή και ο εργοδότης θα πρέπει να δώσει 300 ευρώ αύξηση στις μεικτές αποδοχές, επιβεβαίωσε ο κ. Ηλιόπουλος.

«Τεχνικά η διαδικασία είναι η εξής: Κάθε σύμβαση θα έρχεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, αυτό θα κάνει την τεχνική διαδικασία για να δει ότι όντως η σύμβαση που έχει υπογραφεί είναι από την εργοδοτική οργάνωση που εκπροσωπεί τον κλάδο, μετά θα επεκτείνεται και θα καθίσταται νόμος, θα καθίσταται υποχρεωτική. Δεν θα μπορεί κανένας εργοδότης όχι απλά να κάνει ατομικές συμβάσεις (πού για πολλούς ήταν ο κανόνας και η ατομική ήταν πολύ χειρότερη σε όρους), αλλά δεν θα μπορεί να κάνει επιχειρησιακή σύμβαση που να «σπάει» προς το χειρότερο αυτούς της κλαδικής», τόνισε ο κ. Ηλιόπουλος.

Όπως εκτίμησε ο ίδιος, «μακροπρόθεσμα η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων θα έχει πολύ μεγαλύτερο αποτέλεσμα στην αύξηση των μισθών, από ότι η παρέμβαση στον κατώτατο μισθό».

Χαρακτήρισε τα παραπάνω «μία από τις μεγαλύτερες νίκες της κυβέρνησης μέσα σε ένα πολύ συγκρουσιακό πλαίσιο, το ΔΝΤ επέμενε μέχρι τελευταία στιγμή να μην επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις, μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω του 10%, «το κλασικό νεοφιλελεύθερο επιχείρημα» ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας βοηθάει την μείωση της ανεργίας και αντιστρόφως όσο πιο οργανωμένη είναι η αγορά εργασίας τόσο πιο δύσκολο γίνεται οι άνεργοι να βρουν δουλειά. Η πραγματικότητα έδειξε ότι δεν ισχύει, η απορύθμιση βοήθησε να φτάσει η ανεργία στο 27%».

Για τον κατώτατο μισθό, εξάλλου, ο ίδιος είπε ότι «θα γίνει μία διαδικασία διαβούλευσης που θα καταλήξει με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, μετά από εισήγηση της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου. Με βάση το νομοθετικό πλαίσιο, η διαδικασία θα έπρεπε να ξεκινήσει από την καινούργια χρονιά. Αυτή την στιγμή κοιτάμε τις τεχνικές λεπτομέρειες, ώστε να γίνει όσο πιο γρήγορα γίνεται, μέχρι τέλος της χρονιάς να έχει ανακοινωθεί ποια ακριβώς θα είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού».