Η άρση του τραπεζικού απορρήτου, είναι η σημαντικότερη τομή που επέρχεται με το πολυνομοσχέδιο με τα τελευταία προαπαιτούμενα στο νόμο Κατσέλη – Σταθάκη (ν.3869/2010). Πλέον, όπως ορίζεται, με την αίτηση υποβολής για την υπαγωγή στο νόμο, θα κατατίθεται δήλωση του οφειλέτη ότι παρέχει άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, να διαβιβάζει, έως τη συζήτηση της αίτησης, στους πιστωτές κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση την κίνηση των τραπεζικών του λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων (άρση τραπεζικού απορρήτου του άρθρου 1 του ν. 1059/1971, Α΄ 270) για τη χρονική περίοδο από πέντε έτη πριν την άσκηση της αίτησης έως την ημέρα της συζήτησής της.

Επίσης θα δηλώνει ότι παρέχει άδεια προς τους πιστωτές, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, να προβαίνουν αποκλειστικά για το σκοπό δικαστικής και εξώδικης διαχείρισης της αίτησης σε επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Η διάταξη αποσκοπεί στην αποκάλυψη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι είχαν μεγάλα ποσά κατατεθειμένα σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι διάδικοι (σ.σ. δηλαδή σε άλλες τράπεζες από αυτές που χρωστούν), αλλά και να αποτρέψει την άσκηση αιτήσεων από πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα, τα οποία επιδιώκουν να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την ημέρα επικύρωσης.

Στο ίδιο πλαίσιο, προβλέπεται η μη υπαγωγή των οφειλετών στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου, σε περίπτωση που οι αιτήσεις υπαγωγής τους απορρίφθηκαν, είτε επειδή σκόπιμα κατέστησαν αφερέγγυοι (π.χ. οδηγήθηκαν σε χρεωκοπία, μεταβίβασαν περιουσία δολίως σε άλλα πρόσωπα), είτε επειδή σκόπιμα παραποίησαν την οικονομική τους κατάσταση (π.χ. απέκρυψαν περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό).

Ωστόσο, ορίζεται ότι η αποδοχή υπερχρεωμένης κληρονομιάς, ακόμα κι αν ο κληρονόμος γνώριζε την υπερχρέωση του κληρονομουμένου και απέβλεπε στην προστασία της κληρονομιαίας κύριας κατοικίας, δεν συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, παρά θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόμου για την υπερχρέωση του κληρονομουμένου).

Πέραν των παραπάνω προβλέπονται μεταξύ άλλων τα εξής:

– Διενέργεια προκαταρκτικού ελέγχου από τη γραμματεία των δικαστηρίων για το αν ο οφειλέτης δηλώνει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το είδος αυτής, καθώς και για το αν ο οφειλέτης έχει ασκήσει άλλες αιτήσεις στο παρελθόν ή έχει άλλες εκκρεμείς αιτήσεις. Αν διαπιστωθεί κάτι τέτοιο, ο γραμματέας το σημειώνει στο φάκελο, προκειμένου να αξιολογηθεί από το δικαστή, με στόχο τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι δεν δικαιούνται προστασία από το νόμο.

– Αυτόματη απόρριψη (έκπτωση) του οφειλέτη σε περίπτωση καθυστέρησης της καταβολής των δόσεων που ορίζονται με τη δικαστική απόφαση. Ειδικότερα, αν ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τη ρύθμιση οφειλών, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβαίνει αθροιστικός την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, διαδοχικών ή μη, ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επιδώσει στον οφειλέτη εξώδικη όχληση με την οποία τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών. Αν ο οφειλέτης δεν συμμορφωθεί, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη ρύθμιση έναντι όλων των πιστωτών

– Κατάργηση της αυτοδίκαιης (χωρίς προσωρινή διαταγή) προστασίας από μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, σε περίπτωση που οι οφειλέτες έχουν παραιτηθεί από δύο προηγούμενες αιτήσεις και υποβάλουν εκ νέου αίτηση.

– Εάν η δίκη ματαιωθεί κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και δεν ζητήσει νέα ημερομηνία εκδίκασης εντός 30 ημερών, τότε θα θεωρείται ότι ο οφειλέτης παραιτήθηκε της αίτησης του για υπαγωγή στο Νόμο.

– Αναδρομική κατάργηση της παύσης ή του περιορισμού της τοκογονίας, σε περιπτώσεις αιτήσεων που απορρίφθηκαν από το δικαστήριο.

– Παροχή δικαιώματος στους εγγυητές που εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους, όπως προκύπτει από την εγγύηση, να υποκαταστήσουν τον πιστωτή στο σχέδιο αποπληρωμής.

– Προστασία της πρώτης κατοικίας βάσει της εμπορικής της αξίας (και όχι της αντικειμενικής), εφόσον υφίσταται έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή ακινήτων που είναι εγγεγραμμένος στο οικείο μητρώο του Υπουργείου Οικονομικών. Αν η εκτίμηση της εμπορικής αξίας έχει ως αποτέλεσμα να μην εξαιρεθεί η κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν θα μπορεί να είναι κατώτερη από το όριο αξίας κύριας κατοικίας που τίθεται ως προϋπόθεση για την προστασία της.