Σκληρή απάντηση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέσω των επιστολών που έστειλαν και ενσωματώνονται στην έκθεση του άρθρου 4 η οποία δόθηκε επισήμως στη δημοσιότητα.

Σε αρκετά σημεία μάλιστα, στην επιστολή του υπουργού Οικονομικών χρησιμοποιείται η έκφραση «παραπλανητικά στοιχεία».

Τσακαλώτος και Στουρνάρας επιχειρούν να αποδομήσουν τις προβλέψεις του ΔΝΤ χωρίς να μπαίνουν στην κουβέντα για το εάν το χρέος είναι βιώσιμο ή εάν είναι ρεαλιστικός ο στόχος για 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος.

Κάνουν, μάλιστα, -κυρίως ο κ. Στουρνάρας- αναδρομή στα προηγούμενα λάθη του Ταμείου, μια γραμμή που ακολούθησε και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ.

Στα βασικότερα σημεία της επιστολής Τσακαλώτου επισημαίνεται ότι:

• Παρά τα οικονομικά δεδομένα και την ανάλυση που παρουσιάστηκε – εκτενή αναφορά στις πρόσφατες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έκανε ο εκπρόσωπος της χώρας στο Ταμείο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος- «η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε πολλούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει δεν είναι συμβατά με τα τελευταία οικονομικά στοιχεία».

• Η έκθεση παρουσιάζει μια εικόνα για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων η οποία δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από την ελληνική κυβέρνηση στη διάρκεια του προγράμματος του ESM. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια έχει επιταχυνθεί σημαντικά, με βαθιές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενοποίηση όλων των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα, η ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Σε αντιδιαστολή, η έκθεση παρουσιάζει επιβράδυνση του ρυθμού υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.

• Εξαιτίας της λανθασμένης εκτίμησης για τις διαρθρωτικές αλλαγές, οδηγεί σε λάθος υπολογισμούς για την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση για την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.

• Από τον Μάιο του 2016, αναθεωρήσατε προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα από το 1,25% στο 1%, χωρίς επαρκείς εξηγήσεις.

• Δεν λάβατε υπόψη την υπεραπόδοση η οποία καταγράφηκε στο πρωτογενές πλεόνασμα του 2016. Κατά την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης είναι 2%, κατά την άποψη του Ταμείου 0,9%. Παρά την υπεραπόδοση, συνεχίζετε να έχετε την ίδια πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2018.

Τα μέτρα

Η επιστολή καταλήγει με αναφορά στο καυτό θέμα της συνταγής μέτρων που εισηγείται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναφορικά με τους φόρους (μείωση αφορολογήτου, κατάργηση φοροαπαλλαγών με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών) και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.

Η επιχειρηματολογία του υπουργού Οικονομικών εστιάζει στο ότι το Ταμείο συγκρίνει ανόμοια πράγματα, όταν αναφέρεται στις φορολογικές επιβαρύνσεις των Eλλήνων σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους, αλλά και στο ασφαλιστικό.

Ενώ συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου, σημειώνει. Στο ασφαλιστικό επισημαίνει ότι στην ανάλυσή του το ΔΝΤ αθροίζει τα στοιχεία για την επίσημα θεσμοθετημένη συμμετοχή του κράτους (ως μέρους ενός από τους τρεις πυλώνες) με αυτή του Δημοσίου ως εργοδότη συν τις δαπάνες για συγκεκριμένα κοινωνικά επιδόματα. Στον αντίποδα στις άλλες χώρες μέλη οι μεταβιβάσεις του κράτους ορίζονται ως η διαφορά μεταξύ της συνολικής δαπάνης και των εισφορών, οδηγώντας σε εντελώς μη συγκρίσιμα στοιχεία. Επιπρόσθετα δεν λαμβάνονται υπόψη η τεράστια μείωση του ΑΕΠ και η πρωτοφανής ανεργία που μειώνουν τις εισφορές.

Τέλος σε ότι αφορά την ανάλυση για το χρέος, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι στηρίζεται σε υπερβολικά απαισιόδοξες εκτιμήσεις. Εν τέλει η ανάλυση και οι εκτιμήσεις για την βιωσιμότητα του χρέους δεν ευθυγραμμίζονται με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την ελληνική οικονομία.

Στουρνάρας: Πως προκύπτει ανάγκη για 10 δισ. στις τράπεζες;

Διαφωνίες με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του ΔΝΤ καταγράφει και ο Γιάννης Στουρνάρας. Αφορούν στη προσαρμογή διαφόρων συνιστωσών της συνολικής ζήτησης, όπως οι εξαγωγές, καθώς και της προσφοράς, όπως η μεταφορά πόρων από μη εμπορεύσιμους σε εμπορεύσιμους τομείς.

«Η έκθεση υποτιμά την πρόοδο στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι αχρείαστα απαισιόδοξη στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, όπως και στις μελλοντικές δημοσιονομικές εξελίξεις, περιλαμβανομένης της ανάγκης για περαιτέρω ανακεφαλαιοποίηση».

Καθώς η εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα το 2016 σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης είναι στη ζώνη του 2% του ΑΕΠ αντί του στόχου για 0,5% «οι δημοσιονομικές εκτιμήσεις του Ταμείου εγείρουν ερωτήματα». Επίσης παρά την καλύτερη του αναμενομένου πορεία του ΑΕΠ, που αναγνωρίζεται στην έκθεση, υπάρχει μια ανεξήγητη μείωση 0,25% στην πρόβλεψη μακροπρόθεσμης ανάπτυξης σε σύγκριση με την αντίστοιχη προηγούμενη έκθεση, σημειώνει ο διοικητής της ΤτΕ. Δεν είναι ξεκάθαρο γράφει γιατί η πρόβλεψη για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι μικρότερη αυτή της ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ανοδικό περιθώριο από τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται.

Σε ότι αφορά τις τράπεζες «το Ταμείο εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον 10 δισ. ευρώ κεφαλαιακό μαξιλάρι χωρίς να εξηγεί το γιατί. Πρέπει να υπενθυμισθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, ΤτΕ) ο σημερινός δείκτης CET1 είναι στο 18%. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων για τα NPLs θα αυξήσει τον δείκτη CET1 σημαντικά».

«Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις του Ταμείου δείχνουν να έχουν ενσωματώσει μόνο σημαντικά πτωτικά ρίσκα, αντί να είναι ένα βασικό σενάριο».

Η κριτική για το δεύτερο πρόγραμμα

Ενδιαφέρον έχει η τοποθέτηση του Γιάννη Στουρνάρα και για την έκθεση που αξιολογεί την πορεία του β’ προγράμματος (σ.σ. δεν έχει δημοσιοποιηθεί ακόμα από το ΔΝΤ).

Χαρακτηρίζει χρήσιμα πολλά από τα συμπεράσματα και τις προτάσεις (λιγότερο αυστηρούς χρηματοοικονομικούς περιορισμούς, προκαταβολική ελάφρυνση χρέους, ισχυρότερη ιδιοκτησία του προγράμματος από τις αρχές, καλύτερη συνεργασία των θεσμών, μικρότερος αριθμός προαπαιτούμενων στις αξιολογήσεις).

Τονίζει ωστόσο ότι «χάνει την ευκαιρία να είναι ιστορικά δίκαιη καθώς κριτικάρει όλους τους άλλους εκτός από το ΔΝΤ».

Όντας ο ίδιος υπουργός Οικονομικών την κρίσιμη περίοδο (Ιούλιος 2012 –Ιούνιος 2014) δηλώνει:

* Το ΔΝΤ πίεζε για όλο και περισσότερη λιτότητα αγνοώντας το θέμα των πολλαπλασιαστών.

* Εχει εν μέρει ευθύνη για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης του 2013 καθώς είχε όπως αποδείχτηκε από τα στοιχεία αδίκως πιέσει για περισσότερα μέτρα.

* Επέμενε σε επιπλέον ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών παρά την αντίθετη άποψη ΕΚΤ και ΤτΕ και αποδείχτηκε ότι υπερτίμησε τις ανάγκες των τραπεζών.

* Συνεχώς υποτιμούσε την πρόοδο στις δομικές μεταρρυθμίσεις.

Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα η άποψη ότι η κυβέρνηση προτίμησε εμπροσθοβαρές δημοσιονομικό πρόγραμμα είναι παραπλανητική.

«Αντί να αναφέρεται παραπλανητικά σε προτίμηση των αρχών, θα ήταν πολύ περισσότερο ακριβές να πει ότι χρηματοδοτικοί περιορισμοί (και η έλλειψη εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης χρέους) όρισαν τους δημοσιονομικούς στόχους.