Συνέντευξη Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών, Γ. Κατρούγκαλου, στην ε/φ «Τα Νέα» και τον δ/φο Α. Ραβανό (03.11.2018)  ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα επηρεάσει αρνητικά τις ελληνοαλβανικές σχέσεις και τι δεδομένα δημιουργεί ο προ ημερών θάνατος του Έλληνα ομογενή από αστυνομικά πυρά;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Θέλω να ελπίζω ότι ο πρόσφατος τραγικός θάνατος δεν θα αναστρέψει την θετική πορεία βελτίωσης των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Δυστυχώς την 28η Οκτωβρίου περιμέναμε άλλα. Να δούμε στους Βουλιαράτες μια μεγάλη γιορτή, τιμή στους νεκρούς μας του αλβανικού μετώπου που βρήκαν ειρήνη με τον πρόσφατο ενταφιασμό. Παντού υπήρχαν ελληνικές σημαίες, εκατοντάδες Έλληνες ήταν παρόντες εκεί, μαζί με την Υπουργό Πολιτισμού κυρία Ζορμπά. Δυστυχώς αντί να μας μείνει η ειρηνική αυτή εικόνα, είχαμε την πικρή γεύση από το θάνατο του ομογενούς μας. Από την αρχή ξεκαθαρίσαμε τις προτεραιότητές μας: Να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση. Να προστατευτούν τα δικαιώματα των Ελλήνων αδελφών μας. Τέλος, με σεβασμό και χωρίς καμία υποχώρηση στα δυο πρώτα, να προστατεύσουμε και τις διμερείς μας σχέσεις.

Δεν μείναμε σε ευχές. Προχωρήσαμε στα αναγκαία διαβήματα και συνεχίζουμε να παρακολουθούμε από κοντά τις εξελίξεις, με τον αυτονόητο σεβασμό την δικαιοσύνη. Είναι θετικό ότι έγινε δεκτό το ελληνικό αίτημα για παρουσία Έλληνα αστυνομικού στην Αλβανία κατά τη διεξαγωγή των σχετικών ερευνών και περιμένουμε και την άμεση ικανοποίηση του ανθρώπινου αιτήματος της οικογένειας για την επιστροφή της σορού. Για τη συνέχεια της έρευνας δεν θέλω τίποτα να προδικάσω.

Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, πάντως, και από τις δυο μεριές των συνόρων, και όχι μόνο, αυτονόητα, στο επίπεδο των κυβερνητικών αρχών. Πανό, όπως αυτό που αναρτήθηκε στο γήπεδο της Παρτιζάν για τον «μπάσταρδο Έλληνα νεκρό » ή το πρωτοσέλιδο της γνωστής «εφημερίδας» ότι «διψάμε για αλβανικό αίμα» από ελάχιστους μεν προέρχονται και εκφράζουν, δηλητηριάζουν όμως το κλίμα μεταξύ των δύο λαών. Και, προφανώς, ο εξτρεμισμός των μεν εκτρέφει τον εξτρεμισμό και τη μισαλλοδοξία των άλλων.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κύριε υπουργέ η Αλβανική ηγεσία βοηθάει με τη στάση της να υπάρχει καλή γειτονία;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Όπως έχουμε επιδιώξει με όλες τις χώρες της περιοχής, έχουμε εργασθεί συστηματικά με την Αλβανία για την επίλυση των διμερών μας θεμάτων και βρισκόμαστε πολύ κοντά στη σφαιρική επίλυση τους. Οι Υπουργοί των Εξωτερικών και οι διπλωματικές αρχές και των δύο χωρών έχουν υπηρετήσει με συνέπεια το στόχο αυτό, τουλάχιστον κατά την πρόσφατη περίοδο. Ελπίζω ότι στο ίδιο κλίμα θα κινηθούμε και στο μέλλον, με την αυτονόητη προϋπόθεση της επίδειξης αμοιβαίου σεβασμού, της αποφυγής προκλητικών δηλώσεων και με το να μην προδικάζουμε, σε ότι αφορά το τραγικό συμβάν, τις αποφάσεις της δικαιοσύνης.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Επειδή ακούγονται πολλά, πόσο κοντά είναι το Ελληνικό Κράτος στους Βορειοηπειρώτες που ζουν στην Αλβανία;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Συστηματικά και διαχρονικά μία από τις σταθερές της εξωτερικής μας πολιτικής είναι η προστασία των ομογενών μας παντού, και ιδιαίτερα όπου έχουμε ιστορικές μειονότητες με προαιώνια παρουσία, όπως στην Βόρεια Ήπειρο. Ο ίδιος προσωπικά δέχθηκα πριν λίγες ημέρες τον νεοεκλεγμένο Πρόεδρο της Ομόνοιας στο Υπουργείο Εξωτερικών και συζητήσαμε μαζί σε ιδιαίτερα εγκάρδια ατμόσφαιρα. Η προστασία των δικαιωμάτων της μειονότητας αποτελεί ένα από στοιχεία που έχουμε θέσει μαζί με τους εταίρους μας ως κριτήριο για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Στο πλαίσιο αυτό, περιμένουμε από τις αρχές της γείτονος την θέσπιση των κανονιστικών πράξεων για την πλήρη εφαρμογή του πρόσφατου νόμου για την προστασία των μειονοτήτων.

 

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στο μείζον πολιτικό θέμα των ημερών, τι σηματοδοτεί η Συνταγματική Αναθεώρηση για το ΣΥΡΙΖΑ;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Η πρώτη αναθεωρητική πρόταση της Αριστεράς συνιστά ήδη σημαντικό ιστορικό γεγονός. Η αναθεώρηση αποτελεί την κορωνίδα του προοδευτικού μεταρρυθμιστικού μας έργου με δύο βασικούς στόχους: Πρώτον, να μεταρρυθμίσει δομικά το πελατειακό κράτος της μεταπολίτευσης, προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του, μέσω της ενίσχυσης της Βουλής και της εισαγωγής θεσμικών αντίβαρων που δεν θα είναι ιδιοκτησία των ελίτ αλλά θα ενεργοποιούνται με λαϊκή συμμετοχή. Και, δεύτερον, να ενισχύσει την προστασία των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και τους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους, ως ανάχωμα στην επίθεση εναντίον τους από το νεοφιλελευθερισμό.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν τίθεται η χώρα σε ομηρία με την πρότασή σας για την προεδρική εκλογή; Δεν είναι υπερβολική η εξάμηνη εκλογική διαδικασία;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Όλα τα πολιτικά κόμματα, ορθά, επιδιώκουν να αποσυνδεθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διατηρήσουμε το συμβολικό ενωτικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος. Η δεύτερη αυτή προτεραιότητα δεν υπηρετείται αν αυτός μπορεί να εκλέγεται μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία. Με την παλαιά διατύπωση, ο συντακτικός νομοθέτης επεδίωκε να «εξαναγκάσει» σε συναίνεση τα κόμματα με την απειλή των εκλογών. Αυτό δεν λειτούργησε. Θεωρούμε λοιπόν ότι αντίστοιχο κίνητρο αποτελεί η διαδικασία που προτείνουμε, εφόσον δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των τριών πέμπτων οι ψηφοφορίες να επαναλαμβάνονται ανά μήνα μέχρις ότου επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής, οπότε θα γίνεται άμεση εκλογή. Ακριβώς επειδή η εξάντληση του εξαμήνου είναι, όπως το θέτει η ερώτηση σας «υπερβολική» θεωρούμε ότι τα κόμματα θα την αποφύγουν, επιλέγοντας εξαρχής υποψηφίους που μπορεί να αποσπάσουν πολιτικές συναινέσεις.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η σχέση της κυβέρνησης με την Εκκλησία σε τι βάση τίθεται πλέον μετά την πρότασή για την αναθεώρηση;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Η σχέση της πολιτείας με την Εκκλησία τίθεται –επιτέλους- στη βάση που απαιτούν οι σύγχρονες δημοκρατίες αλλά και το Ευαγγέλιο: τα του καίσαρος τω καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ. Κατοχυρώνεται ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, ενώ συνεχίζει να αναγνωρίζεται, ότι η Ορθοδοξία είναι, για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους, η επικρατούσα θρησκεία στη χώρα μας.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Φοβηθήκατε την πλήρη ρήξη και γι’ αυτό διστάσατε να καταργήσετε το άρθρο 3 του Συντάγματος;

Γ. ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ: Κάθε άλλο. Έχουμε σε πολλά επίπεδα αποδείξει ότι η τόλμη δεν μας λείπει. Είμαστε όμως και ώριμη δύναμη σύνεσης. Η πλήρης κατάργηση του άρθρου 3 δεν θα είχε διαφορετικό κανονιστικό αποτέλεσμα από την τροποποίηση που προτείνουμε, ενώ θα δημιουργούσε τον κίνδυνο ενός πολέμου συμβολισμών, και όχι ουσίας. Πέραν του αυτονόητου σεβασμού στην Εκκλησία σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να δημιουργηθεί στην Ελλάδα πολιτική έκφραση του θρησκευτικού χώρου, όπως απειλήθηκε να γίνει κατά την περίοδο της κατάργησης των ταυτοτήτων.