Οι πληγές που άφησαν πίσω τους τα Μνημόνια στην Οικονομία, ωχριούν μπροστά στα πλήγματα που υπέστησαν οι Θεσμοί, η Πολιτική και η Κοινωνία.

Η διάβρωση που υπέστησαν στα χρόνια της κρίσης μια σειρά ποιοτικών δεικτών –αλλά η οποία προϋπήρχε ή και οδήγησε στα Μνημόνια- αποτυπώνονται παραστατικά στην ομιλία του καθηγητή κυρίου Βασίλη Ράπανου, προέδρου της Alpha Bank , κατά την τελετή υποδοχής του ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Μεταξύ άλλων, εκεί καταγράφονται σημαίνουσες μεταβολές που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2009-2017 και οι οποίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις (περιόδους 1-2 ετών το πολύ) είναι τόσο αρνητικές, ώστε ερμηνεύουν ενδεχομένως και γιατί η χώρα μας δεν μπορεί «να σηκώσει κεφάλι» σε όλα τα επίπεδα. Αναδεικνύεται πάντως η σύνδεση της δημοσιονομικής αποτυχίας της χώρας, με την κρίση εμπιστοσύνης στις ελληνικές κυβερνήσεις.

Ειδικότερα:

1. Φόροι και ποιότητα ζωής:

Η σκληρή καθημερινότητα που βιώνει ο Έλληνας αποτυπώνεται σε έναν πίνακα της ομιλίας του κυρίου Ράπανου, που δείχνει ότι ο Έλληνας έχει φορολογική επιβάρυνση Δανίας, Ολλανδίας, Βελγίου και Γαλλίας, αλλά με μισθούς Πολωνίας, Εσθονίας και Τσεχίας.

2. Εμπιστοσύνη στις Κυβερνήσεις

Οι Έλληνες πιστεύανε πολύ στους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις τους Κυβερνήσεις της ως το 2007. Με βάση το Ευρωβαρόμετρο, από το 2008 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, χάθηκε και η πολιτική εμπιστοσύνη. Το 2009-2010 έδειξε να επιστρέφει, αλλά ακολούθησε ελεύθερη πτώση και «έπιασε πάτο» το 2012. Το 2013-2014 έδειξε να ανακάμπτει, αν και ήταν ήδη «στα τάρταρα» σε σχέση με άλλες χώρες -όπου εξαρχής υπήρχε έλλειμμα εμπιστοσύνης. Το 2015 η εμπιστοσύνη επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, αλλά κατρακύλησε ξανά το 2016-2017, εκεί που ήταν και προ τριετίας –αλλά χωρίς ισχυρές τάσεις ανάκαμψης αυτή την φορά.

Στην ομιλία του ο κύριος Ράπανος πάντως περιορίζεται σε γενικές αλλά εύστοχες παρατηρήσεις . Όπως σημειώνει ο ίδιος στην ομιλία του:

«Χωρίς εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και τους άλλους κοινοβουλευτικούς θεσμούς είναι δύσκολο να υλοποιηθούν πολιτικές που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και τη μακροχρόνια ευημερία μιας κοινωνίας. Η μείωση της εμπιστοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη συμμόρφωση των πολιτών και επιχειρήσεων στη νομοθεσία και τους κανόνες και γενικότερα στις υποχρεώσεις τους. Πέρα όμως από τις επιπτώσεις στην οικονομία, η εμπιστοσύνη είναι και πυλώνας νομιμοποίησης και διατήρησης του πολιτικού συστήματος. Όπως τονίζει σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ για το θέμα (OECD 2013):

“Η εμπιστοσύνη είναι βασικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής και ευμάρειας, καθώς επηρεάζει την ικανότητα της κυβέρνησης να κυβερνά και της δίνει τη δυνατότητα να δρα χωρίς να καταφεύγει στην καταπίεση. Κατά συνέπια είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για να μειώνει το κόστος συναλλαγών σε όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις.” (σελ. 21)

Η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο σε περιόδους κρίσεων, οικονομικών ή άλλης μορφής, αφού χωρίς εμπιστοσύνη δύσκολα η κυβέρνηση θα μπορέσει να πάρει τις κρίσιμες αποφάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης ή άλλων έκτακτων καταστάσεων. Ταυτόχρονα θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η εμπιστοσύνη πρέπει να έχει και την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή από την κυβέρνηση προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Όπως τονίζει ο Bouckaert (2012), η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις και οργανισμούς, αλλά και μεταξύ των μελών της ίδιας της κυβέρνησης μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τόσο τη διαμόρφωση της δημόσιας πολιτικής όσο και την υλοποίηση της».

3. Επίδοση του δημοσίου τομέα

«Η Ελλάδα υστερούσε σε σχέση με τις άλλες χώρες και το μέσο όρο της ΕΕ και πριν από την κρίση, αλλά ο δείκτης επιδεινώθηκε πολύ σε όλη την περίοδο μέχρι το 2013 και μετά από μια μικρή ανάκαμψη το 2013 παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο. Από τις άλλες χώρες ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της Ιρλανδίας στην οποία αμέσως μετά την κρίση έχουμε μια αξιοσημείωτη βελτίωση της επίδοσης του δημοσίου τομέα, γεγονός που συνετέλεσε και στην ταχεία έξοδο της χώρας από τα
προγράμματα στήριξης. Στην Κύπρο υπήρξε μικρή χειροτέρευση ήδη πριν από την κρίση, αλλά μετά το 2015 υπήρξε βελτίωση. Τέλος, για την Πορτογαλία υπήρξε μια σημαντική επιδείνωση με την έναρξη
της διεθνούς κρίσης, αλλά μετά την υπαγωγή της σε πρόγραμμα παρατηρείται μια αξιόλογη βελτίωση αν και συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ» τονίζει ο κύριος Ράπανος.

4. Οι φόροι

Σε καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης δεν αυξήθηκε το φορολογικό βάρος κατά 9,3 μονάδες του ΑΕΠ, ανάμεσα στο 2009 και το 2017. Στην Πορτογαλία, στο ίδιο διάστημα, το φορολογικό βάρος αυξήθηκε κατά 3,9 μονάδες του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία υπήρξε μείωση 5,7 μονάδων, στην Κύπρο η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης ήταν 2,6%.

5. Ποιότητα διακυβέρνησης

Στην Ελλάδα, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και του World Economic Forum, ο συνολικός δείκτης ποιότητας διακυβέρνησης από το 1996 και μετά φαίνεται να αγγίζει το υψηλότερο επίπεδο (πάνω από τις 75 μονάδες) το 2004. Έκτοτε η πορεία είναι καθοδική, με οριακές αναλαμπές το 2013 και αντιστροφή των τάσεων την περίοδο 2016-17, παραμένοντας όμως κάτω από τις 65 μονάδες.

«Ενώ στις άλλες χώρες που υπήχθησαν σε προγράμματα στήριξης, αλλά και κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 28), η ποιότητα διακυβέρνησης παρέμεινε σχεδόν σταθερή από το 2000 και μετά, στην Ελλάδα υπήρξε μια σταθερή επιδείνωση. Ενώ μέχρι το 2004 ο δείκτης διακυβέρνησης στη χώρα μας ήταν κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, από τότε και μετά παρατηρείται μια συνεχής απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ, αν και μετά το 2016 παρατηρείται μία μικρή βελτίωση», σημείωσε ο κ. Ράπανος.

6. Επίδοση του Δημοσίου Τομέα

Δραματική είναι η επιδείνωση και της εξέλιξης της επίδοσης του δημόσιου τομέα. Η σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις Κύπρου, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας δείχνει μια διαχρονική υστέρηση της Ελλάδας, με τις επιδόσεις του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα να κάνουν «βουτιά» από το 2010 έως το 2013, πριν ανακάμψουν έως το 2015, για να επιστρέψουν σε τροχιά πτώσης την περίοδο 2015-17.

«Η Ελλάδα υστερούσε σε σχέση με τις άλλες χώρες και τον μέσο όρο της ΕΕ και πριν από την κρίση, αλλά ο δείκτης επιδεινώθηκε πολύ σε όλη την περίοδο μέχρι το 2013 και μετά από μια μικρή ανάκαμψη το 2013, παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο. Από τις άλλες χώρες ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της Ιρλανδίας, στην οποία αμέσως μετά την κρίση έχουμε μια αξιοσημείωτη βελτίωση της επίδοσης του δημόσιου τομέα, γεγονός που συνετέλεσε και στην ταχεία έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης. Στην Κύπρο υπήρξε μικρή χειροτέρευση ήδη πριν από την κρίση, αλλά μετά το 2015 υπήρξε βελτίωση. Τέλος, για την Πορτογαλία υπήρξε μια σημαντική επιδείνωση με την έναρξη της διεθνούς κρίσης, αλλά μετά την υπαγωγή της σε πρόγραμμα παρατηρείται μια αξιόλογη βελτίωση, αν και συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ.