Η επέλαση των τεχνολογιών σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και οι επιπτώσεις της, απασχολεί τους επιστήμονες πολύ τα τελευταία χρόνια. Για τα νέα δεδομένα τα οποία δημιουργεί η ένταση νέων προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών που άρχισε να εφαρμόζεται στις τραπεζικές εργασίες, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η πρόεδρος του Ινστιτούτου Εργασίας της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλλήλων Ελλάδας, Βάσω Βογιατζοπούλου.

Έχει ανοίξει στην Ελλάδα ο διάλογος για την μετάβαση στην εποχή της ψηφιοποίησης της εργασίας;

Οι νέες τεχνολογίες και οι εφαρμογές τους θα επηρεάσουν στο μέλλον τον κόσμο της εργασίας, μέσω των άμεσων επιπτώσεων στην απασχόληση, στην οργάνωση και λειτουργία της αγοράς εργασίας, αλλά και στα πρότυπα επιχειρησιακής οργάνωσης και λειτουργίας.

Αν και σε πολλές χώρες έχει ήδη ξεκινήσει η προσπάθεια εξεύρεσης προτάσεων ή και λύσεων για την αντιμετώπιση των προβλεπόμενων επιπτώσεων, στην Ελλάδα δεν έχει ανοίξει ακόμα ο διάλογος για τη μετάβαση στην εποχή της ψηφιοποίησης της εργασίας.

Η μελέτη του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ, που τέθηκε σε δημόσιο διάλογο με την παρουσίαση της στο Ινστιτούτο Γκαίτε, την περασμένη Τρίτη, μπορεί να αποτελέσει μία ισχυρή βάση που θα στηρίξει μία τέτοια ουσιαστική διαδικασία με στόχο την ομαλή μετάβαση όλων στη νέα, ψηφιακή εποχή.

Μάλιστα, η παρουσία εκπροσώπων των κομμάτων – δυστυχώς όχι και της κυβέρνησης -, αλλά και των εργοδοτών στην εκδήλωσή μας συνηγορούν προς αυτό, καθώς αρχικά αναγνωρίστηκε από κοινού η ανάγκη μίας τέτοιας προσπάθειας.

Απειλούνται όντως θέσεις εργασίας λόγω της ψηφιοποίησης; Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία;

Θα λέγαμε ότι οι νέες τεχνολογίες για την ώρα «απειλούν» συγκεκριμένες εργασίες και όχι επαγγέλματα.

Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τις πολύ σημαντικές διαφορές στις εκτιμήσεις διαφόρων ερευνών που έχουν δημοσιευθεί για την επίπτωση της ψηφιοποίησης στην απασχόληση.

Επίσης είναι σημαντικό ότι οι έρευνες αυτές μελετούν μόνο το αποτέλεσμα αντικατάστασης, αλλά δεν υπάρχουν εκτιμήσεις σχετικά με το θετικό αποτέλεσμα στην απασχόληση μέσω της δημιουργίας νέων εργασιών, ακόμα και νέων επαγγελμάτων.

Τέλος και ειδικεύοντας λίγο περισσότερο στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνει και τους εργαζόμενους συναδέλφους στις Τράπεζες, καμία μελέτη σήμερα δεν μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα στην απασχόληση λόγω των φαινομένων δικτύωσης που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες και των επακόλουθων μεταβολών στην επιχειρησιακή οργάνωση και λειτουργία.

Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα αλλαγών στα δεδομένα λειτουργίας των τραπεζών;

Σε ό,τι αφορά ειδικά τις Τράπεζες, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διεθνής τάση για συρρίκνωση του δικτύου καταστημάτων, για ανάπτυξη νέων ψηφιακών προϊόντων, για εξωτερίκευση μεγάλου μέρους εργασιών και η επικέντρωση σε αυτό που ονομάζεται «ο πυρήνας των τραπεζικών εργασιών».

Στην Ελλάδα βέβαια η συρρίκνωση του δικτύου υποκαταστημάτων ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, των βίαιων συγχωνεύσεων, των capital controls, αλλά και των νέων όρων και κανόνων για τη λειτουργία των Τραπεζών.

Ωστόσο, δεν είναι απλώς οι Τράπεζες που αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας τους. Είναι ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός τομέας που μεταλλάσσεται, με την εμφάνιση και λειτουργία νέων εταιριών που δραστηριοποιούνται πλέον στο χώρο αν και βρίσκονται στις παρυφές του τραπεζικού συστήματος, τη διόγκωση του σκιώδους τραπεζικού τομέα, ακόμα και την εμφάνιση των κρυπτονομισμάτων.

Ποια είναι τα βήματα που πρέπει να γίνουν σύμφωνα με την μελέτη του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ για την ομαλή μετάβαση στη νέα εποχή;

Όπως τονίζεται και στη μελέτη του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ, οι δύο ψηφιακοί μετασχηματισμοί επηρεάζουν και θα επηρεάσουν περαιτέρω περίπου όλο το φάσμα της κοινωνικής οργάνωσης και όχι μόνο την απασχόληση ή την δομή και λειτουργία της αγοράς εργασίας κ.τ.λ.

Η μετάβαση στη νέα εποχή πρέπει να ξεκινήσει από την ανάπτυξη εκείνων των πολιτικών που αποτελεσματικά και έγκαιρα θα προβλέπουν για την εξάλειψη ή την εξομάλυνση των όποιων αρνητικών επιπτώσεων μπορούμε σήμερα να αναγνωρίσουμε. Αυτό, με βάση όσα σήμερα μπορούμε να προβλέψουμε περιλαμβάνει απαραίτητα τον εκσυγχρονισμό του νομικού και θεσμικού μας πλαισίου, του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά τελικά διατρέχει όλο το πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.

Στην Ελλάδα το εργατικό δυναμικό είναι έτοιμο να δεχθεί νέες μορφές εργασίας, καθώς αυτές έχουν συνδεθεί πολύ συχνά με μείωση των αποδοχών του εργαζόμενου;

Οι νέες μορφές απασχόλησης, όπως η εργασία μέσω πλατφόρμας, η νομαδική εργασία ή το «crowd working», δε συνδέονται απαραίτητα με μειωμένες αποδοχές. Όμως υπάρχουν άλλα προβλήματα, όπως ο χρόνος και ο τόπος εργασίας, τα παρεχόμενα μέσα για την εργασία, η κοινωνική ασφάλιση, η τήρηση των όρων των συλλογικών συμβάσεων, η μετακύλιση της ευθύνης από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, ενώ αν μιλάμε για παροχή υπηρεσίας σε εταιρεία της αλλοδαπής προκύπτει δυσκολία ακόμα και με την επιλογή του εργατικού δικαίου που θα διέπει τη σχέση. Επίσης επηρεάζεται η συλλογική δράση και εκπροσώπηση.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η ΟΤΟΕ, ενημερώνουν διαρκώς τους εργαζόμενους μέλη τους για τους πιθανούς κινδύνους και παρεμβαίνουν για την εξάλειψή τους. Ωστόσο, το να κάνουμε προβλέψεις αυτή τη στιγμή θα ήταν παράτολμο ή και επικίνδυνο και σίγουρα ανεύθυνο.

Μέλημα της ΟΤΟΕ είναι να βρεθεί μία συλλογικά συμφωνημένη θεσμική και κανονιστική ρύθμιση για τη λειτουργία αυτών των νέων μορφών εργασίας, που θα προστατεύει τα εργασιακά δικαιώματα.

Η Ελλάδα είναι πίσω σε σύγκριση με άλλες χώρες στην αντιμετώπιση των συνεπειών της νέας εποχής;

Η αλήθεια είναι πως ναι. Βέβαια, η χώρα μας είναι πίσω συνολικά στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και όχι μόνο στην αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους. Έτσι, θα μπορούσε να εξηγηθεί ίσως σε μεγάλο βαθμό αυτή η υστέρηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, καθώς ακόμα δεν έχουν προκύψει.

Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία, όπως συχνά συμβαίνει. Το γεγονός ότι συγκριτικά είμαστε πίσω στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, θα έπρεπε να μας δώσει ένα σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, καθώς έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα, αλλά και τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης παρακολουθώντας κάθε φορά την εμπειρία των «πρωτοπόρων» των νέων τεχνολογιών. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί.

Από την πλευρά μας, ως εκπρόσωποι των εργαζόμενων, μάλλον είμαστε οι μόνοι που με συνέπεια και μέριμνα προς τα μέλη μας, αναζητούμε λύσεις και προβλέπουμε για αυτό με την ανάπτυξη κατάλληλων δράσεων.

Η μελέτη του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ αποτελεί ακόμα μία απόδειξη προς αυτό. Ελπίζουμε ότι αυτή η μελέτη θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την έναρξη του απαραίτητου διαλόγου ανάμεσα στους φορείς, τους θεσμούς, της πολιτεία και τα πολιτικά κόμματα και ας αποτελέσει την αρχή για την προετοιμασία της μετάβασης όλων στο νέο περιβάλλον.