Την αρκετά επικριτική έκθεση των θεσμών με τίτλο «Πρόσφατα μέτρα σε συντάξεις και ΦΠΑ που ανακοινώθηκαν από τις ελληνικές αρχές» –που έχει στη διάθεσή της η «Καθημερινή»– θα συζητήσουν σήμερα στο Euroworking Group για να αποφασίσουν κατά πόσον μπορούν να ξεπαγώσουν τα βραχυπρόθεσμα μέτρων για το χρέος.

Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο, η απόφαση δεν είναι σίγουρο ότι θα ληφθεί σήμερα. Αυτό που θα γίνει, πέρα από την ανάλυση της έκθεσης, είναι μια επισκόπηση των γεγονότων των προηγούμενων ημερών, των δηλώσεων και των κινήσεων όλων των μερών αλλά και μία παρουσίαση για το πού βρίσκονται σήμερα οι διαπραγματεύσεις μετά την επιστροφή των θεσμών από την Αθήνα.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η πρόοδος που έχουν να παρουσιάσουν οι εκπρόσωποι των θεσμών από τις συζητήσεις στην Αθήνα είναι ελάχιστη και έτσι δεν είναι ξεκάθαρο ποια θέση θα κρατήσουν σήμερα τα κράτη-μέλη.

Η προκαταρκτική έκθεση των θεσμών, η οποία έχει ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου, αναφέρει ότι «το θέμα των παροχών συζητήθηκε με τις ελληνικές αρχές σε συνάντηση στις 13 Δεκεμβρίου, αυτό όμως ήταν ήδη έξι ημέρες μετά τις δημόσιες εξαγγελίες του Ελληνα πρωθυπουργού».

Η έκθεση είναι ιδιαιτέρως επικριτική για τις διαδικασίες που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «οι ελληνικές Αρχές κατά την προηγούμενη αποστολή τους ενημέρωσαν τους θεσμούς ότι σκέφτονταν την πιθανότητα να χρησιμοποιήσουν μέρος της υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού για κοινωνικούς σκοπούς, αλλά από τότε δεν έγινε καμία συζήτηση ή αναλυτική πρόταση».

Οι θεσμοί είχαν προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε κάτι τέτοιο εάν προηγουμένως δεν το είχαν συζητήσει μαζί τους, καθώς στις δεσμεύσεις του μνημονίου τονίζεται πόσο σημαντική είναι η άποψή τους για να κρίνουν εάν τέτοιου είδους παροχές θα θεωρηθούν οπισθοδρόμηση από τις μεταρρυθμίσεις.

«Οι θεσμοί είχαν ρητώς συστήσει να μην προχωρήσουν προσθέτοντας περισσότερο κόστος στις συντάξεις σε περίπτωση υπεραπόδοσης προϋπολογισμού, αλλά να πληρώσουν ληξιπρόθεσμες οφειλές ή να συσσωρεύσουν ταμειακά αποθέματα ασφαλείας», όπως λέει χαρακτηριστικά η εισαγωγή της έκθεσης. Στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μάλιστα, αναφέρονται και οι εκκρεμούσες αιτήσεις συνταξιοδότησης, τονίζοντας τη δυσαρέσκεια για την επιλογή των συγκεκριμένων παροχών.

Ειδικότερα, όσον αφορά το επίδομα στους συνταξιούχους, η έκθεση αναφέρει ότι υπάρχουν σημαντικές ανησυχίες και για τη διαδικασία και την ουσία του μέτρου. Εκτός από το ότι δεν ενημερώθηκαν οι θεσμοί, αναφέρεται πως «στην ουσία είναι αμφίβολο κατά πόσον το πακέτο μέτρων είναι αρκετά καλά στοχευμένο ώστε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερες ανάγκες».

Σημειώνει ότι μπορεί να δημιουργήσει προσδοκίες στους συνταξιούχους και για άλλες παροχές στο μέλλον, αλλά και την αίσθηση πως μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει μπορεί να αντισταθμιστούν. Το επίδομα θα το λάβουν 1,5 εκατ. συνταξιούχοι, το 60% του συνόλου, και θα στοιχίσει 388 εκατομμύρια ευρώ.

Οι θεσμοί στην έκθεσή τους ζητούν περισσότερα στοιχεία για να καταλήξουν στην καθαρή δημοσιονομική επίπτωση του μέτρου, όμως αμφισβητούν την πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι τελικά 0,75% του ΑΕΠ αντί για 0,5% όπως έχει προβλεφθεί.

«Οι υφιστάμενες προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών υπολογίζουν ένα πιο θετικό περιθώριο αλλά λιγότερο από αυτό που υπολογίζουν οι ελληνικές αρχές». Στην έκθεση τονίζεται ότι μόνο μετά την επικύρωση των στοιχείων από τη Eurostat θα υπάρχει βεβαιότητα για το ποιες είναι οι πραγματικές επιπτώσεις του μέτρου.

«Το μέτρο αυτό θα έχει δημοσιονομική επίπτωση στο 2016 και αυτό θα επιβεβαιωθεί μόνο μετά τα τελικά αποτελέσματα της Eurostat τον Απρίλιο του 2017», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.

Οσον αφορά το μέτρο για τη μείωση του ΦΠΑ για ένα χρόνο σε τέσσερα νησιά που φιλοξενούν μεγάλο αριθμό προσφύγων, οι θεσμοί είναι λιγότερο επικριτικοί, λέγοντας ότι «το συνολικό δημοσιονομικό κόστος του μέτρου ακόμα υπολογίζεται όμως δεν είναι πολύ μεγάλο» –σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπολογίζεται στα 67 εκατομμύρια ευρώ– και «επί της αρχής δεν θα έχει επίπτωση στον προϋπολογισμό του 2017» καθώς θα χρηματοδοτηθεί από τα μέτρα κοινωνικής συνοχής που υπάρχουν ήδη στον προϋπολογισμό του 2017.