Ζήτησαν από την κυβέρνηση αύξηση της φορολογίας 8%-10% σε όλα τα προϊόντα με υψηλά λιπαρά. Πρόσχημα η προστασία της υγείας μας. Ακολουθούν αυξήσεις σε γάλα, τυρί, κρέας, σοκολάτες, πίτσες
Το μόνο για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορηθεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι ότι στέρεψε από ιδέες για νέους φόρους. Η τελευταίας εσοδείας σύλληψη ενός ακόμη φόρου μπορεί πρωτογενώς να ανήκει στην τρόικα, ωστόσο οι εγχώριοι εκτελεστές σπεύδουν με συνοπτικές διαδικασίες να κάνουν τους υπολογισμούς για τα ποσά που μπορούν να εισρεύσουν στα αδηφάγα κρατικά ταμεία με την εφαρμογή του.

Και δεν είναι ένας τυχαίος φόρος. Αφορά πάνω από όλα τη δημόσια υγεία και την… προστασία του πληθυσμού από την παχυσαρκία! Με άλλα λόγια, θα είναι για το καλό μας!

Πρόκειται για τον λεγόμενο fat tax, τον οποίο θα γνωρίσουμε για τα καλά πολύ σύντομα, καθώς μετά τη Δανία, τη Γαλλία και την Ουγγαρία και η χώρα μας είναι έτοιμη να τον επιβάλει σε εκατοντάδες λιπαρά προϊόντα τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα επιβλαβή για τη δημόσια υγεία.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το τεχνικό κλιμάκιο της τρόικας πρότεινε την προηγούμενη Δευτέρα σε κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου εν όψει της έλευσης των κυρίων Πολ Τόμσεν, Κλάους Μαζούχ και Ματίας Μορς να υπολογίσει πόσα έσοδα θα μπορούσαν να εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία εάν επιβληθεί ο «φόρος λίπους» σε τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα κορεσμένων λιπαρών, όπως το βούτυρο, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι κρέμες και το γάλα, το τυρί – η πίτσα, το κρέας, οι σοκολάτες, τα σνακ, η κέτσαπ και η μαγιονέζα.

Η πρόταση είναι να επιβληθεί ένας φόρος που θα κυμαίνεται από 8% έως 10% και στην ουσία θα προστεθεί στον μειωμένο ΦΠΑ στα προϊόντα που σήμερα είναι 13%. Ο σχεδιαζόμενος φόρος δεν θα αφορά σε προϊόντα όπως είναι τα ψάρια, το κοτόπουλο και η γαλοπούλα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ, ο ετήσιος τζίρος στα προϊόντα αυτά ξεπερνάει τα 8 δισ. ευρώ καθώς αποτελεί σχεδόν το 50% έως 60% των συνολικών εσόδων τους.

Επί της ουσίας δηλαδή από την επιβολή ενός τέτοιου φόρου το Δημόσιο μπορεί να εισπράξει από 640 έως 800 εκατ. ευρώ κατ’ έτος και να επιλύσει με αυτόν τον τρόπο την υστέρηση στα δημόσια ταμεία. Βέβαια ανάμεσα στα προϊόντα που θα μελετηθεί εάν θα επιβληθεί ή όχι «φόρος λίπους» θα είναι ακόμα και το σουβλάκι, τα χάμπουργκερ κ.λπ.

Προς το παρόν λέγεται ότι οι πρώτες εισηγήσεις θα αφορούν τα προϊόντα που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ, στα ψιλικατζίδικα, στα περίπτερα και αλλού. Στελέχη του οικονομικού επιτελείου ήδη μελετούν τι ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο όσον αφορά στα λιπαρά είδη διατροφής προκειμένου να κάνουν τις απαραίτητες εισηγήσεις.

Ετσι, για παράδειγμα, στη Δανία ο φόρος αφορά σε προϊόντα με ποσοστό κορεσμένων λιπαρών πάνω από 2,3%, όπως είναι το βούτυρο, το τυρί, η πίτσα, το κρέας, ακόμη και το γάλα και ανέρχεται σε 2,15 ευρώ ανά κιλό τέτοιων λιπαρών. Ενα πακέτο βούτυρο για παράδειγμα όταν επιβλήθηκε ο φόρος στοίχιζε 30 λεπτά ακριβότερα.

Επίσης, όσον αφορά στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Ουγγαρία και η Γαλλία φορολογούν τα τρόφιμα που έχουν πάνω από 2,3% κορεσμένα λιπαρά. Η Γαλλία έχει επιβάλει φόρο λίπους στις σάλτσες (κέτσαπ και μαγιονέζες), όπως επίσης και στα αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη (όχι στα 0% και light).

Οι παραπάνω χώρες επέβαλαν τον συγκεκριμένο φόρο με το πρόσχημα ότι προστατεύουν τον πληθυσμό από την… παχυσαρκία.

Και τούτο γιατί σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ένας στους δέκα Δανούς είναι παχύσαρκος, όταν στην Ελλάδα το ποσοστό αγγίζει το 22%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 15%.

Εν τω μεταξύ η Κοπεγχάγη από το 2003 απαγορεύει οποιοδήποτε προϊόν περιέχει πάνω από 2% τρανς (υδρογωνομένα) λιπαρά, τα οποία είναι εξαιρετικά επιβλαβή για την υγεία. Το 2010 αύξησε κατά 25% τον φόρο στα ζαχαρώδη προϊόντα, ενώ επέβαλε υψηλότερο φόρο σε σχέση με τον ελάχιστο που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση για τα αναψυκτικά, τα προϊόντα καπνού και τα αλκοολούχα ποτά. Μάλιστα η Δανία παλαιότερα είχε προσπαθήσει να καθιερώσει φόρο και στη ζάχαρη, σχέδιο όμως που τελικά δεν προχώρησε.

Ακόμα, προ μηνών οι Ούγγροι επέβαλαν τον λεγόμενο «φόρο χάμπουργκερ», ο οποίος καλύπτει τα αναψυκτικά, τα γλυκά, τα τσιπς και άλλα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης, αλατιού και υδατανθράκων. Αυστρία και Ελβετία έχουν ήδη θέσει περιορισμούς στα τρανς λιπαρά, ενώ την εισαγωγή «φόρου λίπους» εξετάζουν, εκτός από τις δύο προαναφερόμενες χώρες, η Φινλανδία και η Ρουμανία.

Βέβαια σε κάποιες χώρες ο φόρος αυτός δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. «Θεωρητικά, όλα αυτά είναι καλά: καθιστούν τα ανθυγιεινά προϊόντα ακριβά ώστε να μην αγοράζουμε μεγάλες ποσότητες και, συνεπώς, το σύστημα υγείας να μη δαπανά πολλά χρήματα σε ασθενείς που καταναλώνουν πολλά λιπαρά ή καπνίζουν πολύ», λένε οι Γάλλοι τονίζοντας όμως ότι «αυτοί οι φόροι θυμίζουν Μεγάλο Αδελφό. Δεν πρέπει να μας τιμωρούν επιβάλλοντας φόρους σε προϊόντα που η κυβέρνηση αποφασίζει ότι δεν πρέπει να καταναλώνουμε».

Τι λένε οι επιστήμονες για τη φορολόγηση των λιπαρών

Μια ευρεία γκάμα προϊόντων, τυποποιημένων και μη, μπαίνει άμεσα στο μικροσκόπιο των ειδικών ως προς τη σύστασή τους αλλά και ως προς τις πωλήσεις τους με αφορμή τον fat tax. Από την ανάλυσή τους θα προκύψει η λίστα με τα πιο ευπώλητα, βλαβερά και επικίνδυνα για την υγεία των Ελλήνων προϊόντα, αλλά ταυτόχρονα και με τα πιο… αποδοτικά από φορολογικής πλευράς.

Η αναγκαιότητα του μέτρου για την αύξηση των εσόδων είναι μια παράμετρος που αφήνει αδιάφορους τους επιστήμονες, δεδομένου ότι τα επιστημονικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους όχι απλώς συνηγορούν αλλά επιβάλλουν άμεσα την αλλαγή του διατροφικού μοντέλου που ακολουθούν οι Ελληνες. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), οι ασθένειες που προκαλούνται από την παχυσαρκία, όπως η στεφανιαία νόσος, τα εγκεφαλικά και ο διαβήτης, κοστίζουν στο ασφαλιστικό σύστημα ετησίως περίπου 1,2 δισ. ευρώ. Η Επιστημονική Επιτροπή Διατροφικής Πολιτικής, πρόεδρος της οποίας είναι η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Αθηνά Λινού, έχει εισηγηθεί στο υπουργείο Υγείας πλέγμα δράσεων για την προαγωγή της ισορροπημένης διατροφής και της υγείας των Ελλήνων, χαρακτηρίζοντας μάλιστα αναγκαία «την εκπόνηση νομοθεσίας για τον περιορισμό της περιεκτικότητας του αλατιού, των trans λιπαρών οξέων και της ζάχαρης σε τρόφιμα που καταναλώνονται συχνά από τον πληθυσμό».

Βούτυρο, κόκκινο κρέας, όπως το μοσχαρίσιο ή το αρνίσιο, αλλαντικά και όλα τα προϊόντα επεξεργασίας κρέατος, τυριά, ιδίως τα κίτρινα, σφολιατοειδή και φυσικά όλα τα τρόφιμα που τα περιέχουν ως συστατικά τους είναι προϊόντα φορολογικού ενδιαφέροντος καθώς έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά. Ο φόρος λίπους ή πάχους δεν συσχετίζεται στην προκειμένη περίπτωση μόνο με τα έσοδα του υπουργείου Οικονομικών αλλά και με τη μείωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων και των περιστατικών καρκίνου. Ομάδα υψηλού διατροφικού κινδύνου αποτελούν, επίσης, όλα τα τρόφιμα που περιέχουν trans (τεχνητά) λιπαρά, όπως μαργαρίνες, φυτίνες, συσκευασμένα αρτοπαρασκευάσματα και γλυκίσματα, κατεψυγμένα ή προτηγανισμένα τρόφιμα και γεύματα ή παναρισμένα κρεατικά, τετηγμένα τυριά σε φέτες ή κρέμα, πατατάκια, γαριδάκια και συναφή σνακ.

Πίτσα, τυριά λευκά και κίτρινα, δημητριακά, ψωμί, τηγανητές πατάτες, γύρος και χάμπουργκερ καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις του πίνακα κατάταξης των τροφών με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλάτι. «Για την ακρίβεια, αυτές οι τροφές αποτελούν τις πιο πλούσιες κρυφές πηγές νατρίου στη διατροφή μας», επισημαίνει ο καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Αντώνης Ζαμπέλας, προσθέτοντας ότι «αυτό που αγνοούν πολλοί άνθρωποι, ακόμη κι αν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και χρειάζεται να προσέχουν τη διατροφή τους, είναι ότι το πολύ αλάτι της διατροφής μας είναι το κρυμμένο σε έτοιμα ή συσκευασμένα τρόφιμα, ακόμα και σε κάποια που μπορεί να έχουν γλυκιά ή ουδέτερη γεύση».

Στην black list βρίσκονται όμως και πολλά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης λόγω μεγάλης περιεκτικότητας σε ζάχαρη. Το ψωμί και όλα τα αρτοσκευάσματα απαντώνται και σε αυτή την κατηγορία τροφίμων με την κρυμμένη ζάχαρη και παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον για τους ειδικούς. Μάλιστα, ο ΕΦΕΤ έχει θέσει το θέμα της μείωσης της περιεκτικότητας του αλατιού και της ζάχαρης στα αρτοσκευάσματα, συναντώντας ωστόσο τη σθεναρή αντίδραση του κλάδου των αρτοποιών που υποστηρίζουν ότι η μείωση αυτή θα αφήσει πικρή, αν όχι αδιάφορη, γεύση στους καταναλωτές, πλήττοντας παράλληλα και τους τζίρους τους. Αυτό που αντιπροτείνουν αρμοδίως είναι να μειώσουν το αλάτι και τη ζάχαρη σε κάποια από τα προϊόντα άρτου και να δώσουν την ευχέρεια της επιλογής στους καταναλωτές.

Από την πλευρά τους, οι διατροφολόγοι αναφέρουν περιπτώσεις «στροφής» σε πιο υγιεινά πρότυπα από μεγάλες εταιρείες, τα οποία όμως δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.