alt

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για την κατανομή των δημοσίων δαπανών και το δείκτη γεννήσεων, παραπάνω από το μισό ΑΕΠ της χώρας και συγκεκριμένα το 55% απορροφάται από δαπάνες της γενικής κυβέρνησης και μόνο το ένα τέταρτο του ΑΕΠ διατίθεται για υγεία και κοινωνική προστασία.

Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη κυμαίνονται μεταξύ 47,2-48,5% του ΑΕΠ για δαπάνες γενικής κυβέρνησης και 26,4- 27,3% για υγεία και κοινωνική προστασία.

Η κατάσταση δεν φαίνεται να βελτιώνεται αφού το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει, καθώς ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μπορεί να αυξήθηκε σε 1,33 το 2015 από 1,25 το 2001, όμως παραμένει σημαντικά κάτω από το 2,1 που αντιπροσωπεύει το επίπεδο αντικατάστασης του πληθυσμού. Με απλά λόγια, οι Έλληνες φθίνουμε…

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από δύο μελέτες της Eurostat που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα.

Κατανομή δημοσίων δαπανών

Στην πρώτη, που αναλύονται οι δημόσιες δαπάνες της γενικής κυβέρνησης κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ διατίθεται το 47,2% του ΑΕΠ. Από το ποσοστό αυτό, το 19,2% διατίθεται για κοινωνική προστασία, από το οποίο το 2,8% απορροφά η αναπηρία, το 1,4% η ανεργία και το 10,3% οι υπερήλικες.
Το λοιπό ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης κατανέμεται ως εξής: το 7,2% δαπανάται για υγεία , το 6,2% απορροφάται από δαπάνες των δημοσίων υπηρεσιών, 4,9% για παιδεία, 4,3% για οικονομικές υποθέσεις 1,8% για δημόσια τάξη, 1,4% για άμυνα, 0,8% για προστασία του περιβάλλοντος, 1% για πολιτισμό και θρησκεία και 0,6% για κατοικία.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, η γενική κυβέρνηση δαπανά το 55,4% του ΑΕΠ και από το ποσοστό αυτό, το 20,5% διατίθεται για κοινωνική προστασία και συγκεκριμένα το 1,6% απορροφά η αναπηρία, το 0,7% η ανεργία και το 15,7% οι υπερήλικες.

Στη χώρα μας, η υγεία βρίσκεται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες των δαπανών της κυβέρνησης, με ποσοστό μόλις 4,5% έναντι μέσου όρου 7,2% στην Ευρώπη και 8,6% του ΑΕΠ για τη Δανία ή 8,2% για τη Γαλλία ή 8% για την Ολλανδία και την Αυστρία.

Στην Ελλάδα το 9,9% του ΑΕΠ απορροφούν δαπάνες των δημοσίων υπηρεσιών, το 8,9% οι οικονομικές υποθέσεις, 4,3% η παιδεία, 2,7% η άμυνα, 2,1% η δημόσια τάξη, 1,5% η προστασία του περιβάλλοντος, 0,7% ο πολιτισμός και η θρησκεία και 0,2% η κατοικία.

Μειωμένες γεννήσεις

Σε ότι αφορά το δείκτη των γεννήσεων, το 2015, γεννήθηκαν στην Ε.Ε. 5,103 εκ. μωρά έναντι 5,063 εκ. μωρών το 2001. Τα περισσότερα γεννήθηκαν στη Γαλλία (799.700) και ακολούθησαν η Μ. Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία.

Κατά μέσο όρο, οι γυναίκες που γέννησαν για πρώτη φορά ήταν σχεδόν 29 ετών. Οι νεαρότερες ήταν στη Βουλγαρία και οι μεγαλύτερες στην Ιταλία.

Ο δείκτης γονιμότητας στη Γαλλία και Ιρλανδία (1,96 και 1,92 αντίστοιχα) πλησιάζουν το δείκτη αντικατάστασης του πληθυσμού που φτάνει το 2,1. Οι χαμηλότεροι δείκτες γονιμότητας παρατηρούνται στο νότο της Ευρώπης και την Πολωνία και συγκεκριμένα στην Ιταλία με 1,35, στην Ελλάδα και Ισπανία με 1,33, στην Κύπρο και Πολωνία με 1,32 και στην Πορτογαλία με 1,31.

Τα τελευταία 15 χρόνια, η μεγαλύτερη αύξηση γεννήσεων σημειώθηκε στη Σουηδία (+25%), την Τσεχία (+22,1%), τη Σλοβενία (+ 18,1%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (+ 16,1%). Αντίθετα, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην Πορτογαλία (-24,2%), ακολουθούμενη από την Ολλανδία (-15,8%), τη Δανία (-11,1%), Ρουμανία (-10,4%) και την Ελλάδα (-10,2%).