Για το επίπεδο της δυσκολίας των διαπραγματεύσεων που θα έχει να αντιμετωπίσει στο σκέλος των αλλαγών στα εργασιακά η κυβέρνηση στην τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος το Σεπτέμβριο προϊδεάζει η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα.

Με την εν λόγω έκθεση το ΔΝΤ έβαλε στον πάγο την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, καθώς προειδοποιεί πως τυχόν ανατροπή αλλαγών στα εργασιακά που έχουν νομοθετηθεί την τελευταία εξαετία θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα, θα καθυστερήσει την προσέλκυση επενδύσεων και μπορεί να χτυπήσει την ανάκαμψη της οικονομίας και της αγοράς εργασίας.

Τονίζεται ότι στο τελευταίο μνημονιακό πακέτο μέτρων που πέρασε η κυβέρνηση προβλέπονται, μετά το τέλος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας αλλά και η υπερίσχυση των κλαδικών έναντι των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων (σ.σ. εφόσον οι τελευταίες προβλέπουν χειρότερους όρους για τους εργαζομένους σε σχέση με τις κλαδικές).

Το Ταμείο στέκεται στοχευμένα στο ενδεχόμενο να αποκατασταθεί η δυνατότητα του υπουργείου Εργασίας να επεκτείνει σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση που ήδη καλύπτει το 51% των κλαδικών εργαζομένων. Επί του παρόντος αυτό το μοντέλο είναι παγωμένο έως το τέλος του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.

Η επαναφορά της επεκτασιμότητας, υποστηρίζει το ΔΝΤ, θα πλήξει βαριά μικρές εταιρείες, οι οποίες θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν σε ένα καθεστώς αυξημένων κλαδικών μισθών. Αυτό καταρχήν θα μετριάσει τη δυνατότητά τους να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας – πλήττοντας την απασχόληση – ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε απολύσεις ή λουκέτα.

Το Ταμείο υπενθυμίζει πως το καθεστώς της επεκτασιμότητας ήταν σε ισχύ πριν από την κρίση, όταν η ελληνική αγορά εργασίας ακρίβυνε κατά περίπου 50% ανάμεσά στο 2000 και στο 2010, ενώ στη συνέχεια δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την ιλιγγιώδη αύξηση της ανεργίας.

Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι τυχόν επαναφορά της επεκτασιμότητας θα υπονομεύσει την έμφαση στις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας που έχουν καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια εις βάρος των κλαδικών, περιορίζοντας έτσι την ευελιξία που έχουν οι επιχειρήσεις στον καθορισμό της μισθολογικής δαπάνης τους. Επισημαίνει δε πως ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας διακρίνεται από συσσώρευση μεγάλων χρεών προς τις τράπεζες και το Δημόσιο. Συνεπώς κατά το Ταμείο υπάρχει μεγάλη ανάγκη να προστατευθεί η ευελιξία των επιχειρήσεων στη διαχείριση του λειτουργικού-μισθολογικού κόστους τους και έτσι να διευκολυνθεί η αναδόμηση της λειτουργίας τους.