Επιτόπια κρίσιμη “ανίχνευση” του εδάφους για τη διενέργεια των stress tests του 2018 θα έχει την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα ο SSM. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το κλιμάκιο του SSM θα έχει συναντήσεις με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, προκειμένου αμφότερες οι πλευρές να διαμορφώσουν εικόνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαχθούν τα τεστ αντοχής, καθώς και για το δυνητικό τους αποτέλεσμα.

H άφιξη του τεχνικού κλιμακίου του SSM, στο διάστημα 28 Νοεμβρίου – 1η Δεκεμβρίου, δεν είναι τυχαία, καθώς συμπίπτει με την προγραμματισμένη εκκίνηση των ηλεκτρονικών στις 29 Νοεμβρίου. Το δείγμα των πρώτων πλειστηριασμών θεωρείται κρίσιμο από τον SSM και θα προσδώσει “εποπτική ασφάλεια” ενόψει των διεργασιών για τα stress tests. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι οι τιμές που θα αναδειχθούν από τους πλειστηριασμούς, δεν θα αποκλίνουν σημαντικά από τις τιμές στις οποίες οι τράπεζες έχουν εκτιμήσει την αξία ανάκτησης των ενεχύρων τους.

Η στάση του SSM

Με “background” την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, η επίσκεψη του SSM στην Αθήνα θα δώσει στις τράπεζες το στίγμα των προθέσεων για τα stress tests, αλλά και την εκτίμηση για το εύρος των κεφαλαιακών αναγκών που θα προκύψουν από αυτά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι επόμενες κεφαλαιακές ανάγκες για τις ελληνικές τράπεζες “χαρτογραφούνται” για τα έτη 2018, 2019 και 2020.

Αν και ακόμη δεν είναι γνωστή σαφώς ούτε η μεθοδολογία που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ), αλλά ούτε και οι παραδοχές της ΕΚΤ για το βασικό και το δυσμενές σενάριο των τεστ αντοχής, οι πληροφορίες του “Κεφαλαίου” αναφέρουν ότι ο SSM κομίζει στις βαλίτσες του ένα ισχυρό “αγχολυτικό” για τις ελληνικές τράπεζες.

Πρόκειται για το όριο του δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών (Core Tier 1), ο οποίος θα παραμείνει στο 5,50% ως αναφορά στο δυσμενές σενάριο. Πράγμα που σημαίνει ότι το “δίχτυ ασφαλείας” για την κεφαλαιακή πτώση των τραπεζών παραμένει αρκετά ελαστικό και τους επιτρέπει, χωρίς δραματικές επιπτώσεις, ακόμη και μεγαλύτερες κεφαλαιακές απώλειες από το τεστ αντοχής. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι τράπεζες ανησυχούσαν ότι το κατώτατο όριο για τον δείκτη Core Tier 1, στο δυσμενές σενάριο, θα διαμορφωνόταν υψηλότερα του 5,50%, αλλάζοντας επί τα χείρω τα δεδομένα για τις τράπεζες. “Τώρα, με την παραμονή του δείκτη στο 5,50%, οι τράπεζες μπορούν να πέσουν ακόμη και στο 7%, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν το ελάχιστο όριο του CET 1 καθοριζόταν υψηλότερα του 5,50%”, αναφέρεται χαρακτηριστικά στο “Κ”.

Το στοιχείο αυτό είναι ενδεικτικό ότι ο SSM (EKT) επιδιώκει οι ανάγκες σε νέα κεφάλαια που αναμένεται να αναδείξουν τα επικείμενα stress tests για τις ελληνικές τράπεζες, να είναι διαχειρίσιμες (σε ορίζοντα πενταετίας, όσο δηλαδή θα είναι το χρονικό διάστημα απόσβεσης του κόστους από το IFRS 9). Διαφορετικά, χωρίς “ήπια” εξέλιξη από τα stress tests για τις τράπεζες, οι τελευταίες κινδυνεύουν να βρεθούν σε νέα κατάσταση limbo, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και τη δυνατότητα άρσης των capital controls.

Οι υπολογισμοί των τραπεζών

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, οι τράπεζες υπολογίζουν το εύρος των νέων κεφαλαιακών αναγκών που θα αναδειχθούν από τα επερχόμενα stress tests, στα 3-4 δισ. ευρώ.

Σε περίπου 500-650 εκατ. ευρώ υπολογίζεται η κεφαλαιακή ζημία που μπορεί να προκύψει από τους εν εξελίξει ελέγχους του SSM στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών (Troubled Asset Review). Οι έλεγχοι αυτοί έχουν ολοκληρωθεί για την Εθνική Τράπεζα και την Alpha Bank, ενώ για τη Eurobank και την Τράπεζα Πειραιώς έχει ξεκινήσει η αποστολή στοιχείων και ο επιτόπιος έλεγχος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα ξεκινήσει στις 11 Δεκεμβρίου και τα αποτελέσματά του θα γνωστοποιηθούν στις τράπεζες στα μέσα Μαρτίου 2018. Όπως είχε αποκαλύψει το “Κ”, οι έλεγχοι του SSM στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών εστιάζουν στην αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιδιώκοντας να “απασφαλίσουν” εγκαίρως πιθανές δανειακές “χειροβομβίδες” για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενόψει των stress tests.

To “πακέτο” των πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες περιλαμβάνει και τις εκτιμήσεις για την επίπτωση που θα έχει η εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS 9. Το νέο λογιστικό πρότυπο που θα ισχύσει από 1/1/2018, επιβάλλει στις τράπεζες να υπολογίζουν τον πιστωτικό κίνδυνο και να σχηματίζουν τις αναλογούσες προβλέψεις, στη βάση των πιθανών μελλοντικών ζημιών και όχι στη βάση των ζημιών που έχουν πραγματοποιηθεί.

Όπως έχει γράψει το “Κ”, ο “λογαριασμός” του IFRS 9 αναμένεται να διαμορφωθεί από τις τράπεζες στα 6 δισ. ευρώ, δηλαδή στο ανώτερο επίπεδο του εξαρχής εκτιμώμενου εύρους των 4-6 δισ. ευρώ. Και αυτό προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να κινηθούν πιο άνετα στο μέτωπο δραστικών λύσεων για τα “κόκκινα” δάνεια (διαγραφές, πωλήσεις), δεδομένου ότι θα έχουν τη δυνατότητα απόσβεσης της ζημίας από τις πρόσθετες προβλέψεις σε βάθος πενταετίας (η απόσβεση θα ξεκινήσει σε ποσοστό 5% την πρώτη χρονιά και θα φτάσει το 75% το 2023 που θα είναι και η χρονιά full effect).

Αθροιστικά, επομένως, οι τράπεζες υπολογίζουν τις νέες κεφαλαιακές τους ανάγκες γύρω στα 9-10 δισ. ευρώ, ένα ποσό που θα πρέπει να καλύψουν με σειρά δράσεων που θα περιλαμβάνονται σε capital plans. Οι δράσεις αυτές θα αφορούν από την πώληση όσων θυγατρικών εξωτερικού και εσωτερικού του μη χρηματοοικονομικού τομέα έχουν απομείνει, μέχρι τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τη μείωση των προβλέψεων και κυρίως την αύξηση του PPI, δηλαδή των προ προβλέψεων εσόδων. Τα πλάνα αυτά θα πρέπει να υποβληθούν στον SSM και στη DGComp (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού) το αργότερο μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε λήγει το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής.