Σκληρές αξιώσεις, όπως η περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις και η αύξηση του ποσοστού των επιτρεπόμενων απολύσεων, περιλαμβάνονται στην ατζέντα των δανειστών, οι οποίοι ζητούν από το οικονομικό επιτελείο να πάρει προκαταβολικά τα μέτρα για να επιστρέψουν στην Αθήνα με στόχο το κλείσιμο της συμφωνίας.

Οι μειώσεις των συντάξεων θα περιγραφούν ως μέτρο που θα υλοποιηθεί το 2019 ή και νωρίτερα αν απαιτηθεί η ενεργοποίηση του κόφτη, παρά τις αισιόδοξες δηλώσεις της κυβέρνησης ότι μετά το 2019 οι συντάξεις θα αυξηθούν ακολουθώντας την πορεία του ΑΕΠ και τον τιμάριθμο. Από την πλευρά των θεσμών έχει σταλεί μάλιστα τελεσίγραφο τα Εργασιακά να κλείσουν άμεσα χωρίς καμία παραχώρηση. Η αφαίμαξη της προσωπικής διαφοράς των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων είχε τεθεί από το ΔΝΤ μετ’ επιτάσεως από πέρυσι με τη σιωπηλή συγκατάνευση των Ευρωπαίων εταίρων. Οι πρώτοι υπολογισμοί προέβλεπαν ότι η περικοπή της προσωπικής διαφοράς θα απέδιδε εξοικονόμηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 10% (2,5 δισ.).

Προσωπική διαφορά 6%-40% για τους μισούς συνταξιούχους

Οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης εκτιμούν ότι η προσωπική διαφορά που θα προκύψει από τον επανυπολογισμό θα είναι θετική για 1,2 εκατομμύρια από τις 2,3 εκατομμύρια καταβαλλόμενες συντάξεις. Οσο για το ύψος της, θα κυμαίνεται από 6% στις κατώτερες έως και 40% στις υψηλές συντάξεις. Ενα απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ που πήρε σύνταξη στα 60 με 33 έτη ασφάλισης . Από 1.231 ευρώ που εισπράττει σήμερα, η σύνταξή του θα μειωθεί στα 1.030 ευρώ αν περικοπεί η προσωπική διαφορά (-16,3%). Ειδικότερα εκτιμάται ότι:

■ 6%-10% θα μειωθούν οι παλαιές κατώτερες συντάξεις του ΙΚΑ. Δηλαδή θα διαμορφωθούν σε 443,77 ευρώ αντί 486,84 ευρώ με 15 έτη ασφάλισης.

■ Στο 22% θα κυμανθεί η διαφορά για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ με πολλά έτη ασφάλισης -έως και 40- και μηνιαίες αποδοχές πάνω από 1.100 ευρώ.

■ Από 30% έως 40% θα φτάσει η προσωπική διαφορά για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο με περισσότερα από 25 έτη ασφάλισης. Το νέο καθεστώς θίγει κυρίως υπαλλήλους Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης με υψηλές αποδοχές.

■ Βαριές απώλειες θα υποστούν επίσης οι συνταξιούχοι του πρώην ΤΕΒΕ λόγω του «μπόνους» των 220 ευρώ που ενισχύει τις παλαιές συντάξεις.

■ Οι αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες που κατέβαλλαν χαμηλές εισφορές (δικηγόροι, γιατροί, αυτοκινητιστές, έμποροι). Οι συντάξιμες αποδοχές τους θα υπολογιστούν με βάση τη μετατροπή των εισφορών που έχουν καταβληθεί σε θεωρητικές αποδοχές οι οποίες κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.

Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν έχει αρχίσει τις προετοιμασίες για τον επανυπολογισμό των συντάξεων, ο οποίος, όπως έχει δεσμευτεί, θα πρέπει να ολοκληρωθεί έως τον Σεπτέμβριο του 2017.Στις αντιπροτάσεις της ελληνικής πλευράς, αν και εφόσον δοθεί τέτοια δυνατότητα, περιλαμβάνεται νέα ρύθμιση οφειλών κάτω των 25.000 ευρώ (για μεγαλύτερα ποσά προβλέπεται εξωδικαστικός συμβιβασμός) προς τα Ταμεία ανάλογα με το προφίλ και την οικονομική επιφάνεια του οφειλέτη.

Κλειδώνει η αύξηση των απολύσεων στο 10%

Στο μέτωπο των Εργασιακών, οι απαιτήσεις των θεσμών έχουν επαναληφθεί σε πολυάριθμα κείμενά τους και αφορούν κυρίως την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων από 5% σε 10% και την κατάργηση του υπουργικού βέτο στις ομαδικές απολύσεις. Ακόμη, οι θεσμοί διεμήνυσαν σε όλους τους τόνους στην υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου ότι δεν θα κάνουν αποδεκτό το ελληνικό αίτημα για επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το ΔΝΤ, κατά κύριο λόγο, έχει ιδεολογική εμμονή με τις ομαδικές απολύσεις θεωρώντας ότι αυτό το «εργαλείο» είναι απαραίτητο προκειμένου οι εταιρείες να αποτελέσουν ελκυστικό προϊόν για τους μελλοντικούς επενδυτές. Φαίνεται μη λογικό , όπως είπαν χαρακτηριστικά οι τεχνοκράτες του Ταμείου, να δοθούν στους επιχειρηματίες διευκολύνσεις για να επενδύσουν ή να σταθούν όρθιοι, όπως είναι οι επιχειρησιακές συμβάσεις και οι μειωμένοι μισθοί, και να μη δοθεί τελικά το «εργαλείο» των ομαδικών απολύσεων, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες.

Η πολυαναμενόμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το επίμαχο θέμα γέρνει, πάντως, περισσότερο προς την ελληνική πλευρά παρά προς σε αυτή των δανειστών. Υπαγορεύει στο υπουργείο Εργασίας να θέσει αυστηρότερα και σαφέστερα κριτήρια αξιολόγησης των ομαδικών απολύσεων, χωρίς όμως να θέτει θέμα κατάργησης της διοικητικής προέγκρισής τους.

Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου, όπως και πληθώρα επιστημονικών πορισμάτων, δεν φαίνεται να πτοεί τους δανειστές, που αξιώνουν το μηνιαίο όριο των απολύσεων να αυξηθεί στο 10% για επιχειρήσεις πάνω από 100 άτομα. Το όριο σήμερα είναι στο 5% και μέχρι 30 υπαλλήλους για επιχειρήσεις με πάνω από 150 εργαζομένους.

Οπως υποστηρίζουν στελέχη της αγοράς, το θέμα δεν αφορά το 97% των ελληνικών επιχειρήσεων, αφού απασχολούν κάτω από 20 άτομα, σημειώνοντας ότι, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων περιλαμβάνεται στην ατζέντα περισσότερο για τη διευκόλυνση των αλλαγών σε ΔΕΚΟ και τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι θα βρεθούν σε ζώνη κινδύνου 38.000 εργαζόμενοι που απασχολούνται σήμερα στις υπό ιδιωτικοποίηση ΔΕΚΟ, καθώς το συγκεκριμένο μέτρο αναμένεται να εφαρμοστεί κατά προτεραιότητα στις εταιρείες που έχουν μεταφερθεί στο Υπερταμείο.

Ο ΣΕΒ κυρίως αλλά και οι άλλοι εργοδοτικοί φορείς είναι επιφυλακτικοί ως προς τα κοινωνικά σχέδια (social plans) που θα συνοδεύουν τις ομαδικές απολύσεις. Συγκεκριμένα, στο τελευταίο κείμενο που παρέδωσαν οι θεσμοί στο υπουργείο Εργασίας πρότειναν η εταιρεία που απολύει να υποβάλλει ένα κοινωνικό σχέδιο στο οποίο θα περιγράφει τα πιθανά συνοδευτικά, όχι όμως και υποχρεωτικά μέτρα – για παράδειγμα, χρηματοδότηση προγραμμάτων κατάρτισης και επανεκπαίδευσης απολυμένων, κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών όσων είναι κοντά στη σύνταξη. Οι δανειστές όχι μόνο απέρριψαν την επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά ζήτησαν να υπερισχύσουν σε μεγαλύτερη έκταση οι επιχειρησιακές και οι ατομικές συμβάσεις έναντι των κλαδικών. Το ΔΝΤ επισημαίνει, μάλιστα, την ανάγκη να δοθούν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τους μισθούς ανάλογα με τις αντοχές και τις ανάγκες τους. Στην ατζέντα των Εργασιακών περιλαμβάνονται επίσης ο καθορισμός του κατώτατου μισθού, οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και το lockout.