Εν αναμονή της εκδίπλωσης των πρωτοβουλιών που φέρεται να έχουν αναλάβει τις τελευταίες μέρες οι Γιούνκερ και Ντάισελμπλουμ για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρί­ου τελεί η Αθήνα.

Οι πρωτοβουλίες αυτές αναφέρονται σε μια πιθανή συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων όλων των εμπλε­κόμενων πλευρών (Κομισιόν, ΕΚΤ, Ε5Μ, ΔΝΤ, Αθήνα) υπό τον πρόεδρο του Eurogroup Γουρ Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος φέρεται να κινεί τα νήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Στο μεταξύ η Κομισιόν (Γιούνκερ) φαίνεται να είναι εκείνη που έχει αναλάβει τον ρόλο της ζύμωσης για συμβιβαστική λύση μεταξύ ΔΝΤ – Σόιμπλε – Ελλάδας.

Κεντρική γραμμή της κυβέρνησης είναι ότι επι­διώκει συνολική συμφωνία για όλα τα ανοιχτά θέ­ματα, η οποία να οδηγεί στην ένταξη στην ποσο­τική χαλάρωση εντός του πρώτου τριμήνου του 2017 (Μάρτιο), χωρίς (η κυβέρνηση) να υποκύπτει στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ και γενικότε­ρα χωρίς υποχωρήσεις σε ζητήματα αρχών.

Οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις των Ευρω­παίων μεταξύ τους αλλά και με την Αθήνα βρίσκο­νται σε πλήρη εξέλιξη τις τελευταίες ημέρες και μέ­νει να απαντηθεί αν στο EuroWorking Group που συνεδριάζει σήμερα οι εμπλεκόμενοι θα ανοίξουν τα χαρτιά τους ή θα αναμένουν την κυοφορούμε­νη πρωτοβουλία για συνάντηση σε κορυφαίο πο­λιτικό επίπεδο (εφόσον αυτή καρποφορήσει).

Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να αντιμετωπίζει ως μάλλον ανελαστικό ορόσημο για το κλείσιμο συμφωνίας το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και το κλί­μα που επιχειρεί να διαμορφώσει μέσω των επί­σημων δηλώσεων είναι ότι αυτό είναι εφικτό – «υπάρχει το μομέντουμ για συμφωνία» ανέφερε την Τρίτη ο κυβερνητικός εκ­πρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος στην ενημέρωση των πολιτικών συντα­κτών. Ο ίδιος σημείωσε πως έχει την «ι­σχυρή πεποίθηση» πώς η κυβέρνηση θα καταφέρει να φέρει εις πέρας την κεντρική της επιδίωξη για κλείσιμο της αξιολόγησης και ένταξη στην ποσοτική χαλά­ρωση τον Μάρτιο.

Σημειώνεται ότι τόσο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όσο και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, κατά τη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, επέμειναν στο επείγον της ένταξης στο πρόγραμμα της ποσο­τικής χαλάρωσης εντός του Μαρτίου, σε αντίθεση με το κλίμα που εξέπεμψε ο υπουργός Επικρατείας Χριστόφορος Βερναρδάκης λέγοντας πως πρό­κειται για «δευτερεύον ζήτημα» και πως «δεν ση­μαίνει ότι αν δεν μπούμε τον Μάρτιο δεν υπάρχει ζωή μετά απ’ αυτό».

Κυβερνητικές πηγές διευκρινίζουν ότι ορόσημο για όλα (δηλαδή συνολική συμφωνία) είναι η 20ή Φεβρουαρίου εξηγώντας ότι από εκεί και πέρα θα είναι άδηλο το μέλλον και η τύχη της ποσοτικής χαλάρωσης, όχι λόγω διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά λόγω των ολλανδι­κών και γαλλικών εκλογών (με ερωτηματικό αν θα προκύψουν και ιταλικές εκλογές, πριν από τις γερ­μανικές) που δεν θα επιτρέπουν τη λήψη αποφά­σεων κρατώντας την εκκρεμότητα ανοιχτή.

Η εκκρεμότητα με τη σειρά της θα τροφοδο­τήσει το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία και θα ανακόψει τους ρυθμούς υλοποίησης του προ­γράμματος, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και πάει λέγοντας.

Εκδοχή συμβιβασμού

Σε ό,τι αφορά τις υποχωρήσεις που ενδεχομέ­νως να αναγκαστεί να κάνει η κυβέρνηση υπό τον όρο μιας συνολικής συμφωνίας που θα είναι «κοι­νωνικά βιώσιμη» (όπως επανειλημμένως υπο­γράμμισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), αξίζει να επισημανθούν δύο πράγματα:

1.Στο επίπεδο της ρητορικής οι τόνοι φαίνεται να έχουν χαμηλώσει την τελευταία εβδομά­δα, αρχής γενομένης από την ομιλία του πρωθυ­πουργού στη Βουλή την περασμένη Τετάρτη για το πόρισμα της εξεταστικής. Εκεί ο πρωθυπουρ­γός απέφυγε να επαναλάβει τη διαβεβαίωση «δεν νομοθετούμε ούτε ευρώ μέτρα».

2. Δημοσιεύματα που είδαν το φως της δημο­σιότητας στην αρχή της εβδομάδας και δεν διαψεύστηκαν, παραθέτουν ένα περίγραμμα της συμβιβαστικής λύσης που δείχνει να αποδέχεται η ελληνική πλευρά και λέγεται πως επεξεργάζε­ται ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Μεταξύ άλλων φαίνεται να αποδέχεται και την προληπτική νομοθέτηση της μείωσης του αφο­ρολογήτου, όχι όμως στα 5.000 ευρώ που ζητάει το Ταμείο, αλλά περίπου στα 7.500 ευρώ. Επίσης γίνεται λόγος για επίτευξη πρωτογενών πλεονα­σμάτων 3,5% του ΑΕΠ για τρία ακόμη χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος ή για πρωτογενή πλε­ονάσματα 3% για πέντε χρόνια (αλλά όχι για δέκα που ζητά η γερμανική πλευρά), επέκταση του δη­μοσιονομικού κόφτη για το 2019 (με ανοιχτό το ενδεχόμενο και για παραπέρα).

Αντισταθμιστικά η Αθήνα εμφανίζεται να προ- τίθεται να ζητήσει βελτιωμένο ΕΝΦΙΑ, πρόβλεψη για φοροαπαλλαγές, κυρίως στα νησιά ή και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επαναφορά των συλ­λογικών συμβάσεων και βεβαίως τα μεσοπρόθε­σμα μέτρα για το χρέος, τα οποία είναι το μοναδικό κλειδί για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.

Βεβαίως μέχρι την τελική διαμόρφωση ενός πλαισίου συμβιβασμού (και αν αυτός τελικά επι­τευχθεί) προφανώς το παζάρι είναι ανοιχτό.

Με άλλα λόγια η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της δι­απραγμάτευσης, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, προκειμένου να ικανοποιήσει το ΔΝΤ, πέραν της επέκτασης του κόφτη, να δεχτεί τη νομοθέτηση της (μερικής) μείωσης του αφορολογήτου αν πά­ρει το QΕ (ποσοτική χαλάρωση).

Σενάριο «σαλαμοποίησης»

Ωστόσο ενδέχεται, με βάση τα σενάρια συμβι­βασμού εκ μέρους των δανειστών (Γιούνκερ) που κυκλοφορούν, η κυβέρνηση να βρεθεί αντιμέτω­πη με το ενδεχόμενο μιας ακόμη υποχώρησης, δηλαδή να υπάρξει συμφωνία η οποία θα υλοποι­ηθεί σε δόσεις (σαλαμοποίηση).

Κοινώς, να κλείσει τώρα η αξιολόγηση (ενεργει­ακά, εργασιακά, δημοσιονομικό κενό) με τη χρη­ματοδότηση που συνεπάγεται και με την υπόσχεση ότι το θέμα των μεσοπρόθεσμων (άρα και αυτό της ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση) όπως και αυτά της συμμετοχής του ΔΝΤ και των συναρτώμενων μέτρων θα αντιμετωπιστούν αργότερα, ου­σιαστικά μετά τις γερμανικές εκλογές.

Ερωτώμενος σχετικά στο ραδιόφωνο του Real ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς απέφυγε οποιαδήποτε δήλωση που να αποκλείει κατηγορηματικά ένα τέτοιο σενάριο.

Στο μεταξύ, τη Δευτέρα, κυβερνητικός αξιωματούχος επιβεβαίωνε με διαρροή προς δημο­σιογράφους την ύπαρξη του σεναρίου της «σα­λαμοποίησης» δείχνοντας κατά συνέπεια την πιθανότητα αποδοχής του από την ελληνική πλευ­ρά.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του αν κά­ποιοι στην κυβέρνηση βλέπουν να κάθεται η μπί­λια στο σενάριο της σαλαμοποίησης, εν αναμονή της επίσημης πρότασης των δανειστών οι τόνοι πέφτουν: ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επέμεινε ότι η αξιολόγηση «δεν τεμαχίζεται», διαχωρίζοντάς την ωστόσο από την υπόλοιπη «ύλη» των διαπραγ­ματεύσεων (μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων για μετά το 2018). Επιπλέον, τα τελευταία εικοσιτετράωρα, γί­νεται αντιληπτή και η απουσία της ρητορικής «δεν κλείνει τίποτα αν δεν κλείσουν όλα», η οποία δήλω­νε μια κάποια πρόθεση της κυβέρνησης να κρατή­σει ανοιχτή την αξιολόγηση όσο πάει, αν στο πακέ­το δεν συμπεριληφθούν και τα μεσοπρόθεσμα για το χρέος (δηλαδή και το QΕ).

Αισιοδοξία μεν, αλλά…

Από εδώ και πέρα πάντως ο χρόνος μετρά α­ντίστροφα και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν καθώς απομένουν περίπου 10 μέρες μέχρι τη συ­νεδρίαση του Εurogroup, όπου δύσκολα θα βγει λευκός καπνός αν μέχρι τότε δεν έχει βρεθεί το λε­γόμενο «σημείο ισορροπίας» ή αλλιώς ο επιδιωκόμενος συμβιβασμός που δεν θα πλήττει σφοδρά καμιά από τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Η κυβέρνηση εκπέμπει κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, το μόνο ωστόσο που μπορεί να κατα­θέσει ως πειστήριο γι’ αυτήν την αισιοδοξία είναι οι καλές προθέσεις όλων των πλευρών ή η πιεστική α­νάγκη επίλυσης της εκκρεμότητας ειδικά της Αθήνας, αλλά και όσων εισέρχονται σε εκλογικό κύκλο. Εν ολίγοις μένει να αποδειχθεί αν το κλίμα διάθε­σης για λύση που επικαλέστηκε ο Δ. Τζανακόπουλος αντιστοιχεί και σε πιο χειροπιαστά πράγματα, δηλαδή λύση στο τραπέζι χωρίς η κυβέρνηση να καταρρακώνεται πολιτικά.

Η τελευταία φαίνεται να ελπίζει ότι οι διαφωνίες που καταγράφηκαν στο εσωτερικό του Ταμείου, κατά τη συνεδρίαση του Εκτελεστικού του Συμ­βουλίου την περασμένη Δευτέρα, θα οδηγήσουν και σε υποχωρήσεις από την πλευρά του, αν και η απαίτηση για μέτρα στο φορολογικό – ασφαλιστικό είναι ο κοινός παρονομαστής των εκτελεστικών δι­ευθυντών του Ταμείου. Η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα παραμένει ζήτημα ανοι­χτό και μετά το Εκτελεστικό Συμβούλιο, κάτι που δεν εξέπληξε την Αθήνα η οποία ανέμενε «μη κα­θαρή» θέση και εξάλλου έχει εκδηλώσει την προ­τίμηση το Ταμείο να παραμείνει σε ρόλο (το πολύ) τεχνικού συμβούλου.

Πάντως το ΔΝΤ, έστω και υπ’ αυτόν τον ρόλο, συνεχίζει να εμπλέκεται στη διαπραγμάτευση για το τρέχον πρόγραμμα και τη δεύτερη αξιολόγη­ση θέτοντας εμπόδια στις επιδιώξεις της κυβέρνησης να περάσει το εργασιακό στα μαλακά, κα­θώς και στις ομαδικές απολύσεις επιμένει και δεν δέχεται τις συλλογικές διαπραγματεύσεις – όπως αναφέρει στην έκθεσή του, δεν πρέπει να υπάρ­ξει επιστροφή στο προηγούμενο εργασιακό κα­θεστώς.