Περισσότεροι από 650.000 υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί και στρατιωτικοί επηρεάζονται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς με έξοδο τεσσάρων ταχυτήτων και κρυφά μπόνους στα όρια ηλικίας που ξεκινούν από τα 50 και φτάνουν στα 62 αλλά και με μειώσεις στις συντάξεις που ισχύει στο Δημόσιο.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου», μετά τις αλλαγές στα όρια ηλικίας, τις ανατροπές στον υπολογισμό των συντάξεων αλλά και τον περίφημο «κόφτη» δαπανών που δεν εξαιρεί μισθούς και συντάξεις, οι ασφαλισμένοι του Δημοσίου χωρίζονται σε 4 κατηγορίες:

-Στην 1η κατηγορία είναι εκείνοι που έχουν θεμελιωμένο δικαίωμα μέχρι 18/8/2015 και θεωρούνται προστατευμένοι από όλες τις αλλαγές που ψηφίστηκαν εφόσον η αίτηση αποχώρησής τους και η αποδοχή δεύτερης παραίτησης έγιναν μέχρι και 12/5/2016. Οι ηλικίες συνταξιοδότησης είναι από 50 έως 58 ετών.

-Στη 2η κατηγορία βρίσκονται όσοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από 19/8/2015 και μετά όπου τα όρια ηλικίας αυξάνονται σταδιακά. Ξεκινούν από τα 55 και φτάνουν έως το 2022 στα 62 με 40 χρόνια ή στα 67 εφόσον συμπληρώνονται νωρίτερα τα 40 έτη.

-Στην 3η κατηγορία ανήκουν όσοι υποβάλλουν αιτήσεις αποχώρησης από 13/5/2016. Όσοι θεμελιώνουν δικαίωμα από 19/8/2015 και αποχωρήσουν μετά τις 13/5/2016 θα έχουν και αυξημένο όριο ηλικίας αλλά και μικρότερη σύνταξη, εφάπαξ και μέρισμα από το ΜΤΠΥ.

-Στην 4η κατηγορία βρίσκονται όσοι έχουν θεμελιωμένο δικαίωμα μέχρι 18/8/2015 αλλά αποχωρούν από 13/5/2016 και μετά. Διατηρούν τα κεκτημένα όρια ηλικίας αλλά θα χάσουν από σύνταξη, εφάπαξ και μέρισμα.

Όσοι αποχωρούν τώρα θα έχουν μεν περικοπές αλλά γλιτώνουν μεγαλύτερο «ψαλίδι» αν αποφασίσουν να φύγουν αργότερα.

Ασφαλισμένος με 35 έτη και μέσο όρο αποδοχών 1.700 ευρώ από το 2002 έως και το 2015, αν αποχωρήσει με σύνταξη το 2016 θα πάρει καθαρό ποσό (μετά την εισφορά ασθένειας και πριν από το φόρο) 901,24 ευρώ.

Αν μείνει έως το 2020 που θα έχει 39 χρόνια, θα πάρει σύνταξη βάσει αποδοχών για τα έτη 2002-2019. Το ποσό προ φόρου είναι 1.012,94 ευρώ. Θα πάρει δηλαδή 110 ευρώ παραπάνω, ενώ θα καταβάλει πολλαπλάσιες εισφορές από το 2016 έως το 2020. Αν μειωθεί ο μισθός του και ο μέσος όρος από το 2002 έως το 2019 βγει στα 1.500 ευρώ, τότε θα πάρει 936 ευρώ.