Το Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να επιστρέψει σε φορολογούμενους τα καταβληθέντα ποσά φόρων και προστίμων ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία τους καταλογίστηκαν μετά από ελέγχους του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) στις κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών, για χρήσεις οι οποίες μεταγενέστερα -με την υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφαση του ΣτΕ- κρίθηκε ότι, τη στιγμή που έγιναν οι φορολογικοί έλεγχοι, είχαν παραγραφεί, λόγω παρέλευσης πενταετίας από τις ημερομηνίες λήξης των ετών υποβολής των δηλώσεων. Αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω φορολογούμενοι δεν είχαν αμφισβητήσει επί της ουσίας τις οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, με προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.

Η απόφαση της ΔΕΔ

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μια πολύ σημαντική απόφαση που εξέδωσε η ΔΕΔ τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους. Με τη συγκεκριμένη απόφαση, την υπ’ αριθμόν 3591/24-7-2018, απορρίφθηκε αίτημα φορολογουμένου κατοίκου Αθηνών για επιστροφή φόρων και προστίμων συνολικού ύψους 3,2 εκατ. ευρώ που είχε καταβάλει από τον Ιούνιο του 2015, αποδεχόμενος χωρίς καμία αμφισβήτηση τις πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου που εξέδωσε το ΚΕΦΟΜΕΠ, κατόπιν φορολογικού ελέγχου που διενήργησε τον ίδιο μήνα στις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμών κατά τα έτη 2002-2007.

Ο φορολογούμενος πληροφορήθηκε περί τα τέλη του 2017 ή τις αρχές του 2018 ότι το ΣτΕ με την υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφασή του:

α) έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις με τις οποίες είχαν παραταθεί κατά καιρούς οι πενταετείς προθεσμίες παραγραφής υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και

β) όρισε την πενταετία ως εύλογο χρονικό περιθώριο για την άσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου να ελέγχει κάθε φορολογική χρήση και να επιβάλλει τυχόν επιπλέον φόρους και πρόστιμα.

Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι το 2015 που του έγινε ο έλεγχος, οι υποθέσεις των ετών 2002-2007, για τις οποίες πλήρωσε τα 3,2 εκατ. ευρώ, είχαν ήδη παραγραφεί. Υπέβαλε, λοιπόν, στις 8/2/2018 αίτημα στο ΚΕΦΟΜΕΠ για επιστροφή των 3,2 εκατ. ευρώ που του καταλογίστηκαν.
Απάντηση του ΚΕΦΟΜΕΠ

Το ΚΕΦΟΜΕΠ, με απαντητικό έγγραφο που εξέδωσε στις 28-2-2018, γνωστοποίησε στον φορολογούμενο ότι η αίτησή του απορρίπτεται επειδή:

α) Δεν επιτρέπεται η υποβολή αιτήματος ανάκλησης οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και τελών χαρτοσήμου, διότι αίτηση θεραπείας επιτρέπεται μόνο όταν δεν προβλέπεται ειδική διοικητική ή ενδικοφανής προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.1 ν. 2690/1999, ενώ στην κρινόμενη περίπτωση μπορούσε να ασκηθεί κατ’ αυτών η προβλεπόμενη στις διατάξεις κατ’ άρθρο 63 ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) ενδικοφανής προσφυγή, η οποία δεν ασκήθηκε.

β) Σύμφωνα με τον κανόνα της βεβαιότητας του φόρου, οι εκδιδόμενες πράξεις της φορολογικής αρχής, όταν καταστούν αμετάκλητες δεν υπόκεινται σε ανάκληση, παρά μόνο, εφόσον διάταξη νόμου επιτρέπει αυτό ρητώς.

γ) Αιτήματα επιστροφής φόρων ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, με την αιτιολογία ότι αφορούν σε παραγεγραμμένες χρήσεις με βάση την υπ’ αρ. 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι βάσιμα εκ μόνου του λόγου τούτου, χωρίς ακύρωση ή τροποποίηση των καταλογιστικών πράξεων με απόφαση της ΔΕΔ ή του Δικαστηρίου, ενώ και κατά το άρθρο 272 εδ. β΄ του Αστικού Κώδικα, ό,τι καταβλήθηκε χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται.

Ο φορολογούμενος αντέδρασε υποβάλλοντας στις 30-3-2018 ενδικοφανή προσφυγή στη ΔΕΔ, αλλά και η υπηρεσία αυτή απέρριψε την προσφυγή του, με την υπ’ αριθμόν 3591/24-7-2018 απόφασή της στην οποία χρησιμοποίησε νομική επιχειρηματολογία ακριβώς ίδια με αυτήν του ΚΕΦΟΜΕΠ.