Χαριστική βολή στην προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας μέσα στο 2017, παράταση της οικονομικής ασφυξίας και αναβολή αποφάσεων για κάθε είδους επενδύσεις θα έχει ως αποτέλεσμα η αποδοχή από την κυβέρνηση μιας συνολικής συμφωνίας, η οποία δεν θα περιγράφει σαφώς τη μεσοπρόθεσμη λύση για την ανάκαμψη του χρέους.

Σε επίπεδο αγορών, αν περάσει η λύση Σόιμπλε που θέλει την αναβολή της συζήτησης για το χρέος έως τις γερμανικές εκλογές, με ένταξη από τώρα του στο ελληνικό πρόγραμμα, ακόμη και αν η ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση της (QE), όπως προσδοκά η κυβέρνηση, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.

Μετά τη μη συμφωνία του Eurogroup, η οποία είχε επικεντρωθεί στο θέμα του χρέους, ακολούθησε μια κάθετη άνοδο των επιτοκίων λόγω μαζικών πωλήσεων.

– Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου σκαρφάλωσε σε τρεις ημέρες από το 5,3% στο 6,221%.

– Αντιστοίχως, στο 2ετές ομόλογο, η απόδοση έφτασε στο 6,1% από 5,5% τη Δευτέρα.

– Τούτο παρά τις ευχές όλων μετά το Eurogroup ότι θα βρεθεί λύση στις 15 Ιουνίου.

Με μια συμφωνία χωρίς χρέος η Ελλάδα, σύμφωνα με το enikonomia.gr, μπορεί να πάρει μεν τη δόση των 7-8 δισ. που θα εγκριθεί από το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, αλλά οι αγορές θα μείνουν εξίσου επιφυλακτικές, αφού το ΔΝΤ θα βρίσκεται εν αναμονή, μη μπορώντας να πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Η παράταση της αγωνίας θα κρατήσει σε στάση αναμονής και τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης (Fitch, S&P, Μοοdy’s), οι οποίοι θα διατηρήσουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας και τη φερεγγυότητα των ελληνικών τίτλων στην βαθμίδα… «σκουπίδια».

Χωρίς την πιστοποίηση της βιωσιμότητας του χρέους από ΔΝΤ και οίκους αξιολόγησης, ακόμη και αν κάνει τελικά η ΕΚΤ την παραχώρηση να εντάξει την Ελλάδα στο QE, οι αγορές θα αποτιμήσουν το γεγονός στην καλύτερη περίπτωση ως διευθέτηση λογαριασμών εντός Ευρωζώνης και στην χειρότερη ότι προσπαθούν να τους ρίξουν «στάχτη στα μάτια».

Το αποτέλεσμα θα είναι οι αποδόσεις των ομολόγων να κρατηθούν ψηλά οι αξίες χαμηλά και οι πόρτες προς τον δανεισμό από τις αγορές κλειστές.

Δεν θα πειστούν ούτε και αν γίνει τελικά η δοκιμαστική έκδοση που συζητείται, αφού όλοι γνωρίζουν ότι η διάθεση των υπό έκδοση ομολόγων θα είναι προπωλημένη σε συγκεκριμένους θεσμικούς με συγκεκριμένη απόδοση.

Η πραγματική οικονομία

Στην πραγματική οικονομία, οι συνέπειες θα είναι πιο απτές και μετρήσιμες. Οι τράπεζες δανείζονται πλέον μόνο από την ΕΚΤ εγγύηση ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με έκπτωση στην τιμή που φτάνει το 35%.

Ακόμη και με την ένταξη στο QE τα διαθέσιμα ομόλογα που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ δεν ξεπερνούν τα 7-8 δισ. ευρώ.

Τα ομόλογα δεν θα αγοραστούν σε μια δόση αλλά σταδιακά με βάση την ποσόστωση ανά χώρα που έχει επιβάλλει από την αρχή του QE η Γερμανία.

Αυτό σημαίνει ότι είναι ζήτημα η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών μέχρι και το τέλος του χρόνου αφαιρουμένων και των τόκων που θα πρέπει να πληρώσουν θα αυξηθεί κατά 800 εκατ. έως και 1 δισ. ευρώ.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με την καθυστέρηση στο πρόγραμμα εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων θα αφήσει πολύ μικρά περιθώρια χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Την ίδια ώρα, το υπουργείο Οικονομικών έχει προγραμματίσει να εισπράξει ως το τέλος του χρόνου περίπου 52 δισ. ευρώ από άμεσους και έμμεσους φόρους μετά την πλήρη αποστράγγιση εισοδήματος του 2016 που έφερε το πρωτογενές πλεόνασμα του 4,2% του ΑΕΠ.

Τούτο τη στιγμή που δυο μήνες πριν αρχίσει να εισπράττεται ο φόρος εισοδήματος για το 2017, η τρύπα στα έσοδα έχει ξεπεράσει τα 800 εκατ. ευρώ, ενώ οι μεταχρονολογημένες δαπάνες έχουν φτάσει τα 1,2 δισ. ευρώ.

Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς προμηθευτές, επιχειρήσεις που περιμένουν επιστροφή φόρου και συνταξιούχους που περιμένουν τις κανονικές συντάξεις αυξάνονται σταθερά από την αρχή του χρόνου.

Εν όψει νέας αναθεώρησης του ΑΕΠ

Όλα αυτά θα πλήξουν καίρια την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία απαρτίζει κατά 70% το συνολικό ΑΕΠ της χώρας. Μετά τα πρώτα στοιχεία για αρνητικό ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του χρόνου θα πρέπει να περιμένουμε και ένα αρνητικό πρώτο εξάμηνο του χρόνου.

Ακόμη και σε περίπτωση στασιμότητας για το δεύτερο τρίμηνο του χρόνου για να επιτευχθεί ρυθμός ανάπτυξης 1,8% του ΑΕΠ το 2017 θα πρέπει ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης να φτάσει το 3,85% του ΑΕΠ.

Κάτι τέτοιο ακούγεται απίθανο αν σκεφτεί κανείς ότι το μόνο ισχυρό χαρτί είναι ο τουρισμός και μέχρι και το τέλος του τρίτου τριμήνου η οικονομία θα περιμένει ακόμη λύση για το χρέος.

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις

Στο επίπεδο των επενδύσεων χωρίς λύση του χρέους με την οικονομία να χαροπαλεύει τουλάχιστον μέχρι και το φθινόπωρο λίγα πράγματα θα πρέπει να περιμένουμε.

Με εξαίρεση τις ιδιωτικοποιήσεις που εξελίσσονται έτσι και αλλιώς με πολύ αργούς ρυθμούς, οι επενδυτές θα πρέπει να σταθμίσουν τον κίνδυνο να διαθέσουν τα χρήματα τους έχοντας κατά νου:

-Την ιδιαίτερα υψηλή φορολόγηση εισοδημάτων, μερισμάτων και τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.

-Το γεγονός ότι η χώρα έχει αναλάβει τεράστιο πακέτο μέτρων με την ελπίδα της ελάφρυνσης του χρέους που δεν φαίνεται να υλοποιείται γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για πολιτικές εξελίξεις και άρα αστάθεια για το προσεχές μέλλον.

-Την σοβαρή πιθανότητα η Ελλάδα να μην μπορέσει να βγει στις αγορές ούτε και το 2018 με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της λιτότητας και ίσως ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης που θα φέρει νέα αστάθεια πολιτική και κοινωνική.

Με όλα αυτά τα δεδομένα είναι πιο πιθανό να περιμένουν να κάνουν την κίνησή τους όταν ξεκαθαρίσει το τοπίο από τις αρχές του 2018.